δαμάω
Οὔκ ἔστιν οὕτω μῶρος ὃς θανεῖν ἐρᾷ → No one is so foolish that they wish to die
English (LSJ)
a form assumed as the 1st pers. of δαμᾷ, δαμάᾳ, δαμόωσι, which in Hom. are fut. of δαμάζω or δάμνημι: but δαμόωσι, δαμόωνται, are pres. in late Ep., Q.S.5.247,249.
Spanish (DGE)
(δᾰμάω)
• Morfología: [pres. c. diéct. δαμόωσι Q.S.5.247 (pero cf. fut. en δάμνημι), pas. δαμόωνται Q.S.5.249]
dominar, someter, domar λέοντας πορδάλιάς τε σύας τε Q.S.5.247, en v. pas. ταῦροι Q.S.5.249.
regocijarse, disfrutar Hsch.s.u. δαμώμενος.
German (Pape)
[Seite 521] überwältigen, überwinden, besiegen, unterwerfen, bedrängen, bedrücken, bändigen, zähmen; Nebenformen δαμνάω, δάμνημι, δαμάζω; identisch ist das Latein. domare, Sanskrit. dâmjâmi, Althochdeutsch zamôn »zähmen«, vgl. Curtius Grundzüge der Griech. Etymol. 1 S. 198. Homerische Formen: δαμᾷ 3 sing. indicat. act., kann sowohl praes. als (attisches) futur. sein, Iliad. 1, 61; δαμάᾳ 3 sing. indicat. act., ist der Bedeutung nach futur, kann der Form nach sowohl praes. (mit homerischer Enallage der Tempora) als (attisches) futur. sein, Iliad. 22, 271; δαμόωσιν, kann sowohl praes. als (attisches) futur. sein, Iliad. 6, 368; nimmt man in diesen drei Stellen δαμᾷ, δαμάᾳ und δαμόωσιν für futur., so kommt ein Präsens δαμάω bei Homer nicht vor; δαμάσσω, kann sowohl conjunct. aor. als futur. sein, Iliad. 16, 438; δαμάσσομεν, kann sowohl conjunct. aor. (mit verkürztem Vocal, ο statt ω) sein als futur., Iliad. 22, 176; δαμάσσεται, kann sowohl conjunct. aor. (mit verkürztem Vocal, ε statt η) sein als futur., Iliad. 21, 226; nimmt man in diesen drei Stellen δαμάσσω, δαμάσσομεν, δαμάσσεται für conjunct. aor., und in den drei zuerst genannten Stellen δαμᾷ, δαμάᾳ und δαμόωσιν für praes., so kommt ein futurum von δαμάω δαμάζω δαμνάω δάμνημι bei Homer nicht vor; aorist. 1 act. δάμασε Iliad. 22, 446; δαμάσῃ Odyss. 21, 213; δάμασον Odyss. 11, 562; δαμάσαντες Iliad. 18, 113; medium δαμάσαντο Iliad. 10, 210; δαμασαίμην Odyss. 4, 637; δαμασαίμεθα Iliad. 16, 561; δαμασαίατο Odyss. 16, 105; δαμάσασθαι Iliad. 22, 379; mit doppeltem Sigma: ἐδάμασσα Iliad. 5, 191; ἐδάμασσεν Iliad. 6, 159; ἐδάμασσαν Iliad. 16, 845; δάμασσας Iliad. 21, 90; δάμασσεν Iliad. 5, 106; δάμασσαν Odyss. 14, 367; δαμάσσῃ Odyss. 18, 57; δάμασσον Iliad. 3, 352; δαμάσσας Odyss. 4, 244; medium ἐδαμάσσατο Odyss. 9, 516; δαμάσσατο Iliad. 5, 278; δαμάσσεται entschieden conjunct. aorist. Iliad. 11, 478; δαμασσάμενος Odyss. 9, 454; δαμασσάμενοι Iliad. 15, 476; aorist. pass iv. ἐδαμάσθην Odyss. 8, 231; δαμάσθη Iliad. 19, 9; δαμασθείς Iliad. 16, 816; aorist. passiv. ἐδάμην Iliad. 20, 94; ἐδάμη Iliad. 9, 545; ἐδάμημεν Iliad. 13, 812; δάμη Odyss. 1, 237; δάμεν 3. plural. Iliad. 8, 344; conjunct. δαμείω Odyss. 18, 54; δαμήῃς Iliad. 3, 436; δαμήῃ Iliad. 22, 246; δαμείετε Iliad. 7, 72; optat. δαμείη Odyss. 17, 252; δαμεῖεν Iliad. 3, 301; δαμῆναι Odyss. 4, 397; δαμήμεναι Iliad. 17, 77; δαμείς Odyss. 6, 11; δαμέντε Iliad. 5, 559; δαμέντες Iliad. 6, 74; von ἐδμήθην, δμα'Ω: δμηθήτω Iliad. 9, 158; δμηθέντα Iliad. 4, 99; perfect. passiv., von δμα'Ω: δεδμήμεσθα Iliad. 5, 878; δεδμημένος Odyss. 7, 318; plusquamperf. passiv. δεδμήμην Odyss. 11, 622; δέδμητο Odyss. 5, 454; δέδμηντο δὲ λαός Odyss. 3, 304, var. lect. δέδμητο, Scholl. Didym. δέδμητο: Ἀρίσταρχος δέδμηντο, ὡς »ἡ πληθὺς ἀπονέοντο (Iliad. 15, 305)«; δεδμήατο Iliad. 3, 183. – Nachhomerisch futur. δεδμήσεσθε Hom. hymn. Apoll. 543. – Insbesondere heißt δαμάω; – a) Tiere zähmen, ins Joch spannen, Il. 23, 655 Od. 4, 637; εἰ ἐκ νέων δαμασθεῖεν, abrichten, Xen. Mem. 4, 1, 3; Plut. Ages. 1. – b) die Jungfrau (ins Ehejoch spannen,) verheirathen, ἀνδρί Il. 18, 432; auch ohne den Begriff der Ehe, zum Beischlaf brauchen, 3, 301; pass., verheirathet sein, vom Weibe, vgl. ἑτέρῳ λέχεϊ δαμαζομένα Pind. P. 4, 24. – c) im Kriege bezwingen, tödten, πόλεμός τε δαμᾷ καὶ λοιμὸς Ἀχαιούς Il. 1, 61; τὸν δ' οὐ βέλος ὠκὺ δάμασσεν 5, 106; βίῃ καὶ χερσὶ δαμάσσας Hes. Fh. 490; im pass., Πάτροκλος θεοῦ πληγῇ καὶ δουρὶ δαμασθείς Il. 16, 816; ἀνδρὶ δαμεὶς κρατερῷ 3, 429; ἑῷ ὑπὸ παιδὶ δαμῆναι Hes. Th. 464; vgl. Aesch. Prom. 861; δμηθείς, todt, Eur. Tr. 175 Alc. 127. Man bemerke noch: ὑπὸ χερσίτινος od. τινὶ δαμάω τινά, d. i. durch ihn tödten lassen, seiner Hand unterwerfen, Il. 16, 438. 22, 176. – Übh. = überwinden; pass. = gehorchen; Il. 3, 183 Od. 3, 304; unterjochen, pass. unterjocht sein; auch = die Kraft lähmen, erschöpfen, αἴθρῳ καὶ καμάτῳ δεδμημένον Od. 14, 318; ὕπνῳ 15, 6; vgl. 5, 454. 8, 231 Il. 10, 2. – Auch von Gemüthszuständen, Empfindungen, von der Feigheit, Iliad. 6, 74, von der Liebe, Iliad. 14, 316. – Das Medium steht bei Homer überall nach homerischer Art genau in der Bedeutung des Activs; vgl. z. B. Odyss. 22, 246 τοὺς δ' ἤδη ἐδάμασσε βιὸς καὶ ταρφέες ἰοί mit Iliad. 11, 478 αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ τόν γε δαμάσσεται ὠκὺς ὀιστός. Es ist also eine bloße Spitzfindigkeit und verräth Unkenntniß, wenn man z. B. Odyss. 9, 516 ἐπεί μ' ἐδαμάσσατο οἴνῳ übersetzt »nachdem er mich durch Wein sich (zu seinem Vortheile) unterworfen hatte«. Es könnte vielmehr ohne irgend welche Aenderung der Bedeutung ἐδάμασσεν stehn, und lediglich das Versmaaß bewirkte die Wahl der Form ἐδαμάσσατο.
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
δᾰμάω: Hom. = δαμάζω.
Greek (Liddell-Scott)
δᾰμάω: τύπος παραλαμβανόμενος ὡς τὸ αʹ πρόσ. τοῦ δαμᾷ, δαμάᾳ, δαμόωσι, ἅτινα παρ᾿ Ὁμ. εἶναι τύποι τοῦ μέλλ. τοῦ δαμάζω· ἀλλὰ τὰ δαμόωσι, δαμόωνται, εἶναι τύποι ἐνεστ. παρὰ τοῖς μεταγεν. Ἐπ., Κόϊντ. Σμ. 5. 247, 249.
Greek Monotonic
δᾰμάω: τύπος που εικάζεται ως αʹ πρόσ. του δαμᾷ, δαμάᾳ, δαμόωσι· ωστόσο, αυτοί είναι Επικ. τύποι του μέλ. του δαμάζω.
Mantoulidis Etymological
καί δαμάζω (=τιθασεύω, ἡμερώνω, ὑποτάσσω). Ἀπό ρίζα δαμ. Θέμα δαμάδ + jω → δαμάζω.
Παράγωγα: ὁ δαμάλης (=μοσχαράκι), ἡ δάμαλις, ἡ δάμαρ (=σύζυγος), πανδαμάτωρ (=πού δαμάζει τά πάντα), δάμασις, δαμασμός, δαμαστής, δαμαστέος, ἀδάμαστος, ἡ δμῆσις, δμητήρ, δμωή (=δούλα ἀπό αἰχμαλωσία), ὁ δμώς (=δοῦλος αἰχμάλωτος), ἀδμής -ῆτος (=ἀδάμαστος, ἀνύπαντρος), ἄδμητος (=ἀδάμαστος), Ἄδμητος, Ἱππόδαμος, Λαοδάμας.