συνιζάνω
Κούφως φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Fiet levis fortuna, si leviter feras → Leicht muss man tragen das bestehende Geschick
English (LSJ)
A sink or settle down, collapse, Arist.Somn.Vig.456a13, Gal.8.325,500, 15.570; σάρκες δ' ἱδρῶτι συνίζανον Theoc.22.112; πηλὸν ἐν πυρὶ.. συνιζάνειν Plu.Publ.13.
2 sink, εἰς βυθόν Thphr. De Odoribus 29; of the blood, Id.Sens.43; of the wind, Luc.VH1.29.
II causal, cause to collapse or sink, Arist.Resp.474a14.
French (Bailly abrégé)
s'affaisser, mollir, fléchir.
Étymologie: συνίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-ιζάνω [σύν, ἱζάνω] (‘samen-zitten’) invallen, inkrimpen:. σάρκες het (lichaams)vlees Theocr. Id. 22.112.
German (Pape)
mit, zugleich sich setzen, zusammen einsinken, einfallen; Luc. V.H. 1.29; ἐν πυρὶ πυκνοῦσθαι σ., Plut. Popl. 13; auch σάρκες ἱδρῶτι συνίζανον, Theocr. 22.112; vgl. συνίζω.
Russian (Dvoretsky)
συνιζάνω:
1 оседать (ἀναφυσᾶσθαι καὶ σ. Arst.);
2 сгущаться, уплотняться, застывать (ἐν πυρί Plut.);
3 сплавляться Plut.;
4 утихать (τοῦ πνεύματος συνιζάνοντος Luc.);
5 сжимать, стягивать (τὰς φύσας Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
συνιζάνω: κατακαθίζω, καταπίπτω, τὸ σύμφυτον πνεῦμα ἀναφυσώμενον καὶ συνιζάνον φαίνεται Ἀριστ. περὶ Ὕπνου καὶ Ἐγρηγόρσ. 2, 16· σάρκες δ’ ἱδρῶτι συνίζανον Θεόκρ. 22. 112· πηλὸν ἐν πυρί... συνιζάνειν Πλουτ. Ποπλικ. 13· τὸν ἄργυρον συνιζῆσαι τακέντα ὁ αὐτ. 2. 665Β· συν. τὰ στήθη Σχόλ. εἰς Κλήμ. Ἀλεξ. 264. 2) βυθίζομαι, συνιζάνειν δ’ εἰς βυθὸν τὴν σμύρναν Θεοφρ. περὶ Ὀσμ. 29· ἐπὶ τοῦ ἀνέμου, μαλακῶς ἐνδιδόντος τοῦ πνεύματος καὶ καθιζάνοντος ἐπὶ τὴν θάλασσαν κατετέθημεν Λουκ. περὶ Ἀληθ. Ἱστ. 1. 29. ΙΙ. μεταβ. ἐνεργείας, κάμνω τι νὰ κατακαθίσῃ, νὰ βυθισθῇ, συνιζάνοντες δὲ καὶ καταπνίγοντες ὥσπερ ἐκεῖ τὰς φύσας Ἀριστ. π. Ἀναπν. 7, 7.
Greek Monolingual
ΝΜA
καθιζάνω, κατακάθομαι, κατακαθίζω («πηλὸν ἐν πυρὶ συνιζάνειν», Πλούτ.)
μσν.-αρχ.
βυθίζομαι, βουλιάζω
μσν.
συνίζω, μετέχω σε σύσκεψη
αρχ.
προκαλώ συνίζηση, κάνω κάτι να βυθιστεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἱζάνω «τοποθετώ, εγκαθιστώ, κατακαθίζω»].
Greek Monotonic
συνιζάνω: μόνο σε ενεστ. και παρατ.·
1. κατακαθίζω, καταπέφτω, σε Θεόκρ., Πλούτ.
2. καταλαγιάζω, λέγεται για τον άνεμο, σε Λουκ.
Middle Liddell
only in pres. and imperf.]
1. to sink in, collapse, Theocr., Plut.
2. to sink, of the wind, Luc.