ἀνυπόστατος

From LSJ
Revision as of 22:53, 12 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Secund.''Sent.''" to "Secund.''Sent.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνυπόστᾰτος Medium diacritics: ἀνυπόστατος Low diacritics: ανυπόστατος Capitals: ΑΝΥΠΟΣΤΑΤΟΣ
Transliteration A: anypóstatos Transliteration B: anypostatos Transliteration C: anypostatos Beta Code: a)nupo/statos

English (LSJ)

ἀνυπόστατον,
A not to be withstood, irresistible, δύναμις Pl.Lg.686b; ἀνάγκη X.Lac.10.7; φρόνημα, πόλις, Id.Cyr.5.2.33, Mem.4.4.15; τολμήματα D.54.38; ἀ. τισὶν ἀνταγωνισταί D.Chr.8.17. Adv. ἀνυποστάτως Aristobul. ap. Eus.PE8.10.
II without sure foundation, ἡ τῆς ὑποθέσεως ἀρχὴ ἀ. Plb.1.5.3, cf. 12.25f.4; ἀ. εἶναι τὰς τῶν ὅλων ἀρχάς D.L.9.99, cf. Ath. 3.98c.
2 without sediment, οὖρα Aret.SD1.13, cf. CD1.13, Hp. Epid.2.2.23.
3 unsubstantial, Stoic.2.117, Syrian.in Metaph.25.3; of accidental or secondary qualities, Syn.Alch.p.62B.; nonexistent, Ps.-Archyt. ap. Simp.in Ph.785.17; μαντικαί D.L.7.149; τὸ ἀ... τῆς μαντικῆς Diogenian.Epicur.4.79; κειμήλιον Secund.Sent. 11.
4 without significance, φωνή Them.in Ph.124.27.

Spanish (DGE)

-ον
I irresistible, δύναμις Pl.Lg.686b, Isoc.6.43, 14.40, ἀνάγκη X.Lac.10.7, φρόνημα X.Cyr.5.2.33, πόλις X.Mem.4.4.15, τολμήματα D.54.38, τόλμα Plb.3.63.13, ἔπαυσα δειν[].ς κἀνυποστατ S.Fr.730c.20, ἄνθρωποι Plu.Tim.30, ἀνταγωνισταί D.Chr.8.17, Σκύθαι IPE 12.352.8 (Quersoneso I a.C.), σῦς Luc.ITr.40
que no puede soportarse de la blasfemia contra Dios, Ephr.Syr.2.243E
subst. τὸ ἀνυπόστατον = lo irresistible τὸ ἀνυπόστατον αὐτοῦ τῆς ἀρετῆς IPE 12.34.18 (Olbia I a.C.).
II 1que no tiene fundamento, inconsistente ἡ τῆς ὅλης ὑποθέσεως ἀρχή el punto de partida del tema general Plb.1.5.3
incoherente de una narración histórica, Plb.12.25f.4
sin base de una acusación, Gr.Nyss.Eun.3.3.42
inestable del imperio romano, Ath.98c
vivo, fluyente del agua, Gr.Nyss.V.Mos.104.2.
2 que no tiene sedimento, sin poso, limpio οὖρα Aret.SD 1.13.7, cf. CD 1.13, Hp.Epid.2.2.23.
3 que no tiene significado φωνή Them.in Ph.124.27, ἦχος ὀνόματος ἀνυποστάτου Const.Or.S.C. en Eus.VC p.161.
III 1que no es una sustancia ἀνυπόστατα γάρ ἐστι τῇ διανοίᾳ ταῦτα Chrysipp.Stoic.2.117, ἀνυπόστατα ... τὰ τοῦ νοῦ θεάματα Syrian.in Metaph.25.3, de las cualidades accidentales o secundarias ἀνυποστάτων αὐτῶν ὑπαρχόντων Syn.Alch.p.62, cf. Hippol.Haer.8.10.
2 inexistente τὰς τῶν ὅλων ἀρχάς D.L.9.99, τὸ ... πόκα καὶ ὁ χρόνος ... ἔχει τὸ ἀμερές καὶ τὸ ἀ. Archyt.Fr.Sp.5 (2, p.118), μαντική Panaet. en D.L.7.149, τὸ ἀ. ... τῆς μαντικῆς Diogenian.Epicur.4.79, καὶ πάντα λοιπὸν ἀνυπόστατα Cyr.H.Catech.13.37, de lo que sólo existe en el pensamiento, Basil.M.29.524A.
3 subst. τὸ ἀνυπόστατον = lo que no ha llegado a existir Gr.Nyss.M.46.184A.
IV adv. ἀνυποστάτως = de forma irresistible Aristobul.Alex.p.220.10.

German (Pape)

[Seite 266] 1) nicht aufzuhalten, unwiderstehlich, δύναμις Plat. Legg. III, 686 b; Isocr. 4, 71; Xen. φρόνημα Cyr. 5, 2, 33, wo der Gegensatz ἐκπεπληγμένος φόβος. Auch Sp., ἀνυπόστατος ῥώμην Dion. Hal. 11. 27. – 2) ohne Subsistenz, nicht bestehend, Sp., vgl. Ath. III, 98 c; ohne sichere Grundlage, Pol. 1, 5; – ohne Niederschlag, rein, Medic.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
irrésistible.
Étymologie: , ὑφίστημι.

Russian (Dvoretsky)

ἀνυπόστᾰτος:
1 неодолимый, неотразимый (ἀνάγκη Xen.; δύναμις Plat.; φρύνημα Xen., Plut.; πόλις Xen.; ἀνυπόστατοι καὶ μαχιμώτατοι ἄνθρωποι Plut.);
2 лишенный основания, неосновательный (ὑπόθεσις Polyb.; ἀρχαί Diog. L.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνυπόστᾰτος: -ον, ᾧ δὲν δύναταί τις νὰ ἀντιστῇ, ἀκαταγώνιστος, δύναμις Πλάτ. Νόμ. 686Β· ἀνάγκη Ξεν. Λακ. 10. 7· φρόνημα, πόλις ὁ αὐτ. Κύρ. 5. 2, 33, Ἀπομν. 4. 4, 15· τολμήματα Δημ. 1268, ἐν τέλ.: - Ἐπίρρ. -τως Ἀριστόβ. παρ’ Εὐσ. Εὐαγγ. Πρ. 377D. ΙΙ. ἄνευ ἀσφαλοῦς βάσεως, ὁ μὴ ἔχων ὑπόστασιν, ἡ τῆς ἀρχῆς ὑπόθεσις Πολύβ. 1. 5, 3· ἀν. εἶναι τὰς τῶν ὅλων ἀρχὰς Διογ. Λ. 9. 99· ἴδε τὸ λογοπαίγνιον ἐν Ἀθην. 98C. 2) ἄνευ ὑποστάθμης, οὖρα Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 13, πρβλ. Χρον. Παθ. Θερ. 1. 13.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνυπόστατος, -ον)
αυτός που δεν έχει υπόσταση, ο αβάσιμος, ο αστήριχτος
αρχ.-μσν.
1. εκείνος που δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί από κανέναν, ο ακαταγώνιστος
ἀνυπόστατος δύναμις», Πλάτων
«ἀνυπόστατος ἀνάγκη», Ξενοφών
«τὸ ὕδωρ τὸ ἀνυπόστατον», ΠΔ)
2. Ιατρ. αυτός που δεν έχει υποστάθμη, δεν αφήνει κατακάθι.

Greek Monotonic

ἀνυπόστᾰτος: -ον (ὑφίστημι), αυτός στον οποίο δεν μπορεί κάποιος να αντισταθεί, ακατανίκητος, σε Ξεν. κ.λπ.

Translations

irresistible

Asturian: irresistible; Bulgarian: неотразим, неудържим; Catalan: irresistible; Chinese Mandarin: 不可抗拒; Czech: neodolatelný; Dutch: onweerstaanbaar; Finnish: vastustamaton; French: irrésistible; Galician: irresistible, irresistíbel; German: unwiderstehlich; Greek: ακαταμάχητος; Ancient Greek: ἀνυπόστατος, δύσμαχος, ἀδήριτος, ἀπρόσμαχος, δυσπάλαιστος; Hungarian: ellenállhatatlan; Italian: irresistibile; Japanese: 逆らえない, 抗えない; Manx: neuhassooagh-noi; Maori: mōtohe; Norwegian Bokmål: uimotståelig; Nynorsk: uimotståeleg; Polish: nieodparty; Portuguese: irresistível; Romanian: irezistibil; Russian: неотразимый; Spanish: irresistible; Swedish: oemotståndlig

incoherent

Bulgarian: несвързан, непоследователен; Catalan: incoherent; Chinese Mandarin: 不连贯的; Czech: nesoudržný, nesouvislý; Danish: usammenhængende; Esperanto: nekohera; Finnish: ristiriitainen, epäjohdonmukainen; French: incohérent, décousu; Galician: incoherente; German: inkohärent, unzusammenhängend, unlogisch, unvereinbar; Greek: ασυνάρτητος; Ancient Greek: ἀδιεξέταστος, ἀκατάλληλος, ἀνυπόστατος, ἀξυγκρότητος, ἀξύστατος, ἀσύνακτος, ἀσυνάρτητος, ἀσύστατος, διάσπαστος, διάφωνος, ἐπεισοδιώδης; Italian: incoerente, sconclusionato; Maori: parure, whakaparure, nakunaku, ngau; Polish: niekoherentny, nieścisły; Portuguese: incoerente; Russian: бессвязный, несвязный; Spanish: incoherente, inconexo, deshilvanado, descosido; Swedish: osammanhängande; Welsh: digyswllt, anghysylltiol