ἐνθύμησις
τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses
English (LSJ)
ἐνθυμήσεως, ἡ,
A consideration, esteem, E.Fr.246.
II consideration, reflection, Th.1.132, Ev.Matt.9.4 (pl.), Sm.Jb.21.27, Vett. Val.301.8, etc.
2 idea, conception, εἰς ἐ. ἐσθήτων ἦλθον Diog. Oen.10; τὰς ἐ. ὀξύς Luc.Salt.81.
III anxiety, worry, Hp.Praec. 4.
IV resolution, BGU1024 iv 12 (iv A. D.).
Spanish (DGE)
ἐνθυμήσεως, ἡ
• Prosodia: [ῡ]
1 reflexión, consideración δείσας κατὰ ἐνθύμησίν τινα ὅτι οὐδεὶς πω τῶν ... ἀγγέλων πάλιν ἀφίκετο temiendo al considerar que ninguno de los mensajeros había regresado nunca Th.1.132, ταῦτ' ... ἄξι' ἐνθυμήσεως E.Fr.246.
2 pensamiento, idea ἰδὼν ὁ Ἰησοῦς τὰς ἐνθυμήσεις αὐτῶν Eu.Matt.9.4, cf. Sm.Ib.21.27, τὰς ἐνθύμησεις ὀξύς agudo de ideas Luc.Salt.81, τὸ πνεῦμα τῆς ἐνθυμήσεως τοῦ πατρός el espíritu del pensamiento del padre dicho del Espíritu Santo según los gnósticos, Clem.Al.Ex.Thdot.16, δι' ἐνθυμήσεως χωρὶς λόγου Epiph.Const.Haer.31.5.4
•plan, estratagema τὴν ἐκείνου ἐνθύμησιν γνωρίσας ἀκριβῶς Vit.Aesop.G 23.18.
3 preocupación, inquietud c. gen. subjet. ἄχρηστον γὰρ ἡγεύμεθα ἐνθύμησιν ὀχλεομένου τὴν τοιαύτην Hp.Praec.4.
4 invención ἦλθον ... εἰς ἐνθύμησιν ἐσθήτων ref. a los hombres primitivos, Diog.Oen.12.1.10
•imaginación, fantasía χάραγμα τέχνης καὶ ἐνθυμήσεως ἀνθρώπου escultura producto del arte o la fantasía humana, Act.Ap.17.29, ἐνθυμήσεις ἐκκόπτων cortando las imaginaciones que dan paso a malas acciones Corp.Herm.1.22.
German (Pape)
[Seite 843] ἡ, das Erwägen, Beherzigen; Eur. frg. Archel.; Thuc. 1, 123; Hippocr. u. Sp., wie Luc. salt. 81.
French (Bailly abrégé)
ἐνθυμήσεως (ἡ) :
réflexion, pensée.
Étymologie: ἐνθυμέομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐνθύμησις: ἐνθυμήσεως (ῡ) ἡ размышление, обдумывание, соображение Eur., Thuc., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνθύμησις: ῡ, ἐνθυμήσεως, ἡ, τὸ σκέψιν ποιεῖσθαι περί τινος, σκέψις, νεανίας τε καὶ πένης σοφός θ’ ἅμα, ταῦτ’ εἰς ἓν ἐλθόντ’ ἄξι’ ἐνθυμήσεως Εὐρ. Ἀποσπ. 248, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 26, Θουκ. 1. 132. ΙΙ. νόημα, νόησις, λογισμός, Σύμμ. (Π.Δ.) Ἰώβ. ΚΑ΄, 27, Εὐαγγ. κ. Ματθ. θ΄, 4, κτλ.
English (Strong)
from ἐνθυμέομαι; deliberation: device, thought.
English (Thayer)
ἐνθυμήσεως, ἡ, a thinking, consideration: A. V. device); plural thoughts: L marginal reading singular). (Rare in the classics; Hippocrates, Euripides, Thucydides, Lucian.)
Greek Monotonic
ἐνθύμησις: [ῡ], ἐνθυμήσεως, ἡ, στοχασμός, σκέψη, θεώρηση, κρίση, εκτίμηση, σε Θουκ.
Middle Liddell
[from ἐνθυμέομαι
consideration, esteem, Thuc.
Chinese
原文音譯:™nqÚmhsij 恩-替姆西士
詞類次數:名詞(4)
原文字根:在內-感覺(著)
字義溯源:熟思,思念,心意,心思,意念,理由,考慮;源自(διενθυμέομαι / ἐνθυμέομαι)=激勵);由(ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在,入)與(θυμός)=熱情)組成;而 (θυμός)出自(θύω / ἐπιθύω)*=急進,獻祭)。參讀 (γνώμη)同義字
出現次數:總共(4);太(2);徒(1);來(1)
譯字彙編:
1) 思念(1) 來4:12;
2) 心思(1) 徒17:29;
3) 意念(1) 太12:25;
4) 心意(1) 太9:4