ἐκστρατεύω
βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμις → Aristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise
English (LSJ)
A march out, ἐς Λεῦκτρα Th.5.54; ὡς δουλωσόμενος.. X.Ages.7.7: trans., ἐ. τινά march him out, D.H. Rh.9.5,6.
II in Med., abs., take the field, Hdt.1.190; ἐς Ἴρασα Id.4.159: pf. Pass., to be in the field, Th.2.12; ἐπὶ τοῖς ὁρίοις And.1.45.
2 in pf., to have ended the campaign, Th.5.55.
b pf. part. Pass. ἐξεστρατευμένοι = veterans, App.BC3.46.
Spanish (DGE)
I intr.
1 partir en expedición militar, salir en campaña ἐξεστράτευσαν ... πανδημεῖ ἐς Λεῦκτρα Th.5.54, ἐξεστράτευσεν ὡς δουλωσόμενος τὴν Ἑλλάδα X.Ages.7.7, εἰς τὴν Ἀσίαν μετὰ δυνάμεως πεζικῶν καὶ ἱππικῶν IAxoum 276.8 (Adulis III a.C.), cf. Plb.5.43.6, κατὰ τῶν Πάρθων D.C.75.9.1, ἀπὸ Κυρήνης Polyaen.2.28.1
•fig. de anim. ἡ ἀκρὶς ... ἐκστρατεύει la langosta ... sale de campaña ref. a sus plagas, LXX Pr.30.27
•en v. med. mismo sent. οἱ δὲ Βαβυλώνιοι ἐκστρατευσάμενοι ἔμενον αὐτόν Hdt.1.190, ἐς Ἴρασα Hdt.4.159, Λακεδαιμονίων ἐκστρατευομένων Th.2.12, cf. 5.55, And.Myst.45.
2 en part. perf. med. subst. οἱ ἐξεστρατευμένοι los veteranos App.BC 3.6
•tb. en aor. ἐκστρατευσάμενος = licenciado, veterano, IGPA 70.9 (imper.).
II tr., fact. hacer marchar en expedición ὁ γὰρ Ἀγαμέμνων ἀπόρως ἔχει ἐκστρατεῦσαι τοὺς Ἕλληνας pues Agamenón es incapaz de hacer marchar a los griegos en expedición D.H.Rh.9.5, cf. 6.
German (Pape)
[Seite 779] ausmarschiren, mit dem Heere ausrücken; πανδημεὶ εἰς Λεῦκτρα Thuc. 5, 54; Xen. Ages. 7, 7; auch transit., τινά, ins Feld führen, Dion. Hal. rhet. 9, 5. 6. – Das med. in der ersten Bdtg des act., Her. 1, 190; τοὺς Λακεδαιμονίους ἐξεστρατεῦσθαι Thuc. 5, 55 (wo es nicht nöthig ist, es zu übersetzen: beendigen des Feldzugs), u. öfter; Xen. Hell. 7, 5, 9 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
faire une expédition, marcher contre;
Moy. ἐκστρατεύομαι;
1 marcher contre;
2 terminer une expédition.
Étymologie: ἐκ, στρατεύω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκστρᾰτεύω: тж. med. выступать в поход, идти войной Her., Thuc., Xen., Arst., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκστρᾰτεύω: ἐξέρχομαι εἰς ἐκστρατείαν, ἐς Λεῦκτρα Θουκ. 5. 54. Ξεν. Ἀγησ. 7. 7· ἐκστρ. τινά, κάμνω τινὰ νὰ ἐκστρατεύσῃ, Διον. Ἁλ. π. Ρητ. 9. 5, 6. ΙΙ. ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἀπέρχομαι εἰς ἐκστρατείαν, Ἡρόδ. 1. 190., 4. 159, κτλ. οὕτως ἐν τῷ παθ. πρκμ. εἶμαι ἐν ἐκστρατείᾳ, Θουκ. 2. 12· ἐπὶ τοῖς ὁρίοις Ἀνδοκ. 7. 11. 2) τελειώνω τὴν ἐκστρατείαν μου, Θουκ. 5. 55.
Greek Monolingual
(AM ἐκστρατεύω)
κάνω εκστρατεία, ξεκινώ με στρατό για πόλεμο
νεοελλ.
επιδιώκω μαζί με άλλους την επιτυχία ενός κοινωφελούς σκοπού, ξεσπαθώνω, κάνω σταυροφορία («εκστρατεύω κατά τών ναρκωτικών»)
αρχ.
1. (μτβ. με αιτ.) οδηγώ κάποιον σε εκστρατεία, τον κάνω να εκστρατεύσει
2. (μέσ., -ομαι)
ξεκινώ για πόλεμο
3. (στον παθ. παρακμ.) είμαι ή βρίσκομαι σε εκστρατεία
4. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) οἱ ἐξεστρατευμένοι
οι απόμαχοι.
Greek Monotonic
ἐκστρᾰτεύω: μέλ. -σω·
I. εξέρχομαι σε πόλεμο μαζί με στρατό, σε Θουκ., Ξεν.
II. 1. στη Μέσ. απόλ., αρχίζω εχθροπραξίες, σε Ηρόδ., Θουκ.
2. έχω ολοκληρώσει την επιχείρηση, στον ίδ.
Middle Liddell
fut. σω
I. to march out, Thuc., Xen.
II. in Mid., absol. to take the field, Hdt., Thuc.
2. to have ended the campaign, Thuc.
Lexicon Thucydideum
in expeditionem exire, to go out on an expedition, 5.54.1, 5.55.3, 5.58.1. 5.76.1.
MED. idem, the same 2.12.2, 3.102.7, 3.105.1, 5.55.4.