ἐπαναβαίνω

From LSJ
Revision as of 14:20, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαναβαίνω Medium diacritics: ἐπαναβαίνω Low diacritics: επαναβαίνω Capitals: ΕΠΑΝΑΒΑΙΝΩ
Transliteration A: epanabaínō Transliteration B: epanabainō Transliteration C: epanavaino Beta Code: e)panabai/nw

English (LSJ)

poet. ἐπαμβαίνω, Opp.H.3.638:—
A get up on, mount, ἐπί τι Ar.Nu.1487, Eq.169; ἐπαναβεβηκότες mounted (on horseback), Hdt.3.85; of a star, rise above the horizon, Arist.Mete.342b34.
2 of animals, cover, Id.HA540a22, Clearch.36.
3 come upon, τὸ γῆρας ἐπαναβάν Com.Adesp.612.
II go up inland, Th. 7.29.
III to be promoted, εἰς τὰς τῶν ταξιάρχων χώρας X.Cyr.2.1.23.
2 of αἰτίαι and ἀρχαί, mount upwards, ἐπὶ τὰ ἀνωτέρω Arist.Metaph.990a6, cf. Ph.257a22; τὸ ἐπαναβεβηκός higher or more ultimate principle, S.E.P.1.174; the genus, Sor.2.6; [ἀρχῆς] οὐδεὶς ἂν εὕροι ἁπλουστέραν οὐδὲ ἐπαναβεβηκυῖαν ἡντινοῦν Plot.2.9.1; search for higher principles, ἐ. ἀεὶ εἰς ἄπειρον Id.3.6.1; ἐπαναβεβηκότα τῇ ψυχῇ [νοῦν] Id.6.9.5.
b transcend, c. gen., Anon.in Prm. in Rh.Mus.47.617; also c. dat., ἐνέργεια -βεβηκυῖα πάσαις καὶ χρωμένη αὐταῖς ὡς ὀργάνοις ibid.

German (Pape)

[Seite 899] (s. βαίνω), poet. ἐπαμβαίνω, hinaufsteigen, z. B. aufs Pferd, αὐτῶν ἐπαναβεβηκό των, nachdem sie aufgesessen waren, Her. 3, 85; vom Meere aus, landeinwärts, Thuc. 7, 29; die Mauern ersteigen, Xen. Hell. 7, 2, 8; ἐπὶ τὸ φροντιστήριον Ar. Nubb. 1487; ἐπ' ἐκεῖνο Plat. Tim. 63 b; εἰς τὰς τῶν ταξιάρχων χώρας Xen. Cyr. 2, 1, 23, zum Tariarchen befördert werden; von Sternen, Arist. meteor. 1, 6. – Bei Sezt. Emp. ist τὸ ἐπαναβεβηκός das Darüberstehende, wozu man weiter hinausgeht, adv. math. 8, 32 Pyrrh. 1, 38, das Generelle. – Von Tieren, bespringen, Arist. de anim. 6, 23; Ath. XIII, 605 e.

French (Bailly abrégé)

f. ἐπαναβήσομαι;
1 monter sur, abs. monter à cheval;
2 fig. monter vers, dans l'intérieur d'un pays.
Étymologie: ἐπί, ἀναβαίνω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπαναβαίνω:
1 всходить, подниматься (ἐπὶ τοὺς πύργους Xen.);
2 садиться на коня: ἐπαναβεβηκότες Her. сидящие верхом;
3 возводить, повышать: εἰς τὰς τῶν ταξιάρχων χώρας ἐπαναβήσεσθαι Xen. быть возведенным в звание таксиархов;
4 (о небесных светилах), восходить (τὸ ἐ. τοῦ τοῦ Ἑρμοῦ ἀστέρος Arst.);
5 (о животных), покрывать (ὁ ἄρρην ἐπαναβαίνων ὀχεύει Arst.);
6 филос. (о познании) восходить (ἐπὶ τὰ ἀνωτέρω τῶν ὄντων Arst.): τὸ ἐπαναβεβηκὸς γένος Sext. высший род, т. е. наивысшее понятие;
7 идти, продвигаться в глубь страны (ἀπὸ θαλάσσης Thuc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαναβαίνω: μέλλ. -βήσομαι, ἀναβαίνω ἐπί τινος, ἀναβαίνω, ἐπί τι Ἀριστοφ. Νεφ. 1487, πρβλ. Ἱππ. 169· ἐπαναβεβηκότων (δηλ. ἐπὶ τῶν ἵππων) Ἡρόδ. 3. 85· ἐπὶ ἀστέρος, ὑψοῦμαι, ἀναφαίνομαι ὑπεράνω τοῦ ὁρίζοντος, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 6, 2. 2) ἐπὶ ζῴων, ὀχεύω, βατεύω, ὁ αὐτὸς περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 2, 9 κ. ἀλλ. 3) ἐπέρχομαι, τὸ γῆρας ἐπαναβὰν Κωμ. Ἀνώνυμ. 58. ΙΙ. βαίνω, πηγαίνω εἰς τὰ μεσόγαια, Θουκ. 7. 29. ΙΙΙ. ἀνέρχομαι, ἀναβαίνω, Ξεν. Κύρ. 2. 1, 23· ἐπὶ αἰτιῶν, ἐπὶ τὰ ἀνωτέρω Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 8. 19, πρβλ. Φυσ. 8. 5, 14· τὸ ἐπαναβεβηκὸς Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 174.

Greek Monolingual

ἐπαναβαίνω και ποιητ. τ. ἐπαμβαίνω (AM) βαίνω
1. ανεβαίνω πάνω σε κάτι («κἄπειτ' ἐπαναβὰς ἐπὶ τὸ φροντιστήριον τὸ τέγγος κατάσκαπτ'», Αριοτοφ.)
2. (για αξίωμα) προάγομαι, προβιβάζομαι («εἰς τὰς τῶν ταξιάρχων χώρας ἐπαναβήσεσθαι», Ξεν.)
3. (για αρχές και αίτια) ανεβαίνω αναζητώντας
4. υπερβαίνω
μσν.
(για ηλικία) ενηλικιώνομαι
αρχ.
1. (για αστέρι) φαίνομαι στον ορίζοντα
2. (για ζώο) βατεύω
3. (για κακό) επανέρχομαι
4. πηγαίνω προς τα μεσόγεια
5. υπερέχω
6. ερευνώ τις ύψιστες αρχές των όντων
7. (το ουδ. της μτχ. παρακμ. ως ουσ.) το έπαναβεβηκος ή ἀρχὴ ἐπαναβεβηκυῖα
η ακρότατη, η ύψιστη αρχή.

Greek Monotonic

ἐπαναβαίνω: μέλ. -βήσομαι,
I. ανεβαίνω πάνω σε, ανέρχομαι, σε Αριστοφ.· ἐπαναβεβηκότες, έφιπποι πάνω στην πλάτη του αλόγου, σε Ηρόδ.
II. προχωρώ προς το εσωτερικό, σε Θουκ.· ανεβαίνω, ανέρχομαι, σε Ξεν.

Middle Liddell

fut. -βήσομαι
I. to get up on, mount, Ar.; ἐπαναβεβηκότες mounted on horseback, Hdt.
II. to go up inland, Thuc.:— to go up, ascend, Xen.

Lexicon Thucydideum

ascendere, to ascend, climb up, 7.29.3, [nonnulli codd. several manuscripts ἐπαναβάντας]