προσείω
τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαι → show the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away
English (LSJ)
hold out and shake, π. χεῖρα shake it threateningly, E.HF 1218; προσείειν ἀνασείειν τε [τὸν πλόκαμον] wave it up and down, Id.Ba.930; π. γυμνὰ τὰ ξίφη Ael.VH12.23; θαλλὸν π. wave a bough before cattle, so as to lead them on, Pl.Phdr.230d; π. θήρατρα τοῖς ὄρνισι Ael.NA1.29; and metaph., π. Σειρῆνας, αὐλητρίδας, hold them out as a bait, ib.17.22, Ep.16; π. φόβον hold a thing out as a bugbear, Th.6.86, cf. Ael.Fr.22.
German (Pape)
[Seite 758] vor -od. vorwärts bringen; προσείειν ἀνασείειν τε, sc. πλόκαμον, ab- u. aufwärts schütteln, Eur. Bacch. 928; vorhalten u. schütteln, ὥσπερ οἱ τὰ πεινῶντα θρέμματα θαλλὸν ἤ τινα καρπὸν προσείοντες ἄγουσι, Plat. Phaedr. 230 d, wo vulg. προσιόντες ist; φόβον, Furcht einjagen, indem man Schreckbilder vorhält u. schüttelt, Thuc. 6, 86.
French (Bailly abrégé)
agiter devant ; particul. agiter un appât pour attirer, un épouvantail pour effrayer ; fig. intimider.
Étymologie: πρό, σείω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-σείω zwaaiend naar voren steken:; προσείων χεῖρα zwaaiend met je hand Eur. HF 1218; καρπὸν προσείοντες een vrucht voor de neus zwaaien (van hongerige dieren) Plat. Phaedr. 230d; overdr.. οὐκ ἄλλον τινὰ προσείοντες φόβον zonder een andere vrees nadrukkelijk voor te houden Thuc. 6.86.1.
Russian (Dvoretsky)
προσείω: впереди потрясать: π. χεῖρα Eur. потрясать (протянутой) рукой; προσείων (τὸν πλόκαμον) ἀνασείων τε Eur. потрясая во все стороны кудрями; π. θαλλόν Plat. помахивать впереди веткой; π. φόβον τινί Thuc. нагонять страх на кого-л.
Greek (Liddell-Scott)
προσείω: σείω τι ἔμπροσθέν τινος, τί μοι προσείων χεῖρα σημαίνεις φόνον; Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1218 (πρβλ. προσειλέω)· προσείειν ἀνασείειν τε [τὸν πλόκαμον], κινεῖν αὐτὸν ἄνω καὶ κάτω, ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 930· πρ. γυμνὰ τὰ ξίφη Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12. 23· ὥσπερ οἱ τὰ πεινῶντα θρέμματα θαλλὸν ἤ τινα καρπὸν προσείοντες ἄγουσι Πλάτ. Φαῖδρ. 230D· θήρατρα ἕτερα τοῖς ὄρνισι προσείει μυκωμένη Αἰλ. π. Ζ. 1. 29· καὶ μεταφορ., θέλγων τὴν ἀκοὴν ὕμνῳ τινὶ γαμικῷ προσείοντι Σειρῆνας αὐτόθι 17. 23· σὺ δέ μοι αὐλητρίδας προσείεις Ἐπιστ. 16· πρ. φόβον, ἐπισείω τι ὡς μορμολυκεῖον, Θουκ. 6. 86. Πρβλ. Ruhnk. Τίμ. ἐν λέξ. θαλλός.
Greek Monolingual
Α σείω
1. κουνώ κάτι απειλητικά μπροστά σε κάποιον άλλο («τί μοι προσείων χεῖρα σημαίνεις φόνον;», Ευρ.)
2. κρατώ κάτι και το κουνώ μπροστά από κάποιον (α. «ὥσπερ γὰρ οἱ τὰ πεινῶντα θρέμματα θαλλὸν ἤ τινα καρπὸν προσείοντες ἄγουσι», Πλάτ.
β. «προσείειν γυμνὰ τὰ ξίφη», Αιλ.)
3. μτφ. παρουσιάζω ως δέλεαρ («προσείειν αὐλητρίδας», Αιλ.)
4. φρ. «προσείειν φόβον» — επισείω κάτι ως φόβητρο.
Greek Monotonic
προσείω: μέλ. -σω, κρατώ έξω και ανακινώ, σείω, προσείω χεῖρα, κινώ απειλητικά, σε Ευρ.· προσείειν ἀνασείειν τε (τὸν πλόκαμον), το «κυματίζω» πάνω κάτω, στον ίδ.· μεταφ., προσείω φόβον, ως μπαμπούλας, σε Θουκ.
Middle Liddell
fut. σω
to hold out and shake, πρ. χεῖρα to shake it threateningly, Eur.; προσείειν ἀνασείειν τε [τὸν πλόκαμον to wave it up and down, Eur.: metaph., πρ. φόβον to hold a thing out as a bugbear, Thuc.
Lexicon Thucydideum
ante agitare (ut facem), to brandish before (as a torch), VI.