λεύω
Ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → Being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it.
English (LSJ)
fut. λεύσω (κατα-) Ar.Ach.285: aor. ἔλευσα (κατ-) Hdt.9.5, Th.1.106:—Pass., fut. λευσθήσομαι J.Ap.2.27: aor. ἐλεύσθην S.OC (v. infr.), Hp.Ep.27: (λᾶας):—stone, Th.5.60; πέτροις λ. μνῆμα E.El. 328; τὸ λευσθῆναι πέτροις S.OC435, cf. E.IA1350.
German (Pape)
[Seite 36] (s. λεύς), steinigen, mit Steinen werfen, bedecken; μνῆμα Eur. El. 328; Thuc. 5, 60; λευσθῆναι πέτροις Soph. O. C. 435; Eur. I. A. 1350 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ao. ἔλευσα, pf. inus.
Pass. f. λευσθήσομαι, ao. ἐλεύσθην, pf. inus.
lapider.
Étymologie: λεῦς.
Syn. πετρόω.
Russian (Dvoretsky)
λεύω: (pass.: fut. λευσθήσομαι, aor. ἐλεύσθην) (тж. λ. πέτροις Eur.) побивать камнями Soph., Thuc.
Greek (Liddell-Scott)
λεύω: μέλλ. καταλεύσω Ἀριστοφ. Ἀχ. 285· ἀόρ. κατέλευσα Ἡρόδ., Θουκ. - Παθ., μέλλ. λευσθήσομαι Ἰώσηπ. κατὰ Ἀπίων. 2. 27· ἀόρ. ἐλεύσθην Τραγ.· (ἴδε ἐν λέξ. λᾶας)· - λιθοβολῶ, φονεύω διὰ λίθων, Θουκ. 5. 60· λ. πέτροις Εὐρ. Ἠλ. 328· τὸ λευσθῆναι πέτροις Σοφ. Ο. Κ. 435, Εὐρ. Ι. Α. 1350.
English (Slater)
λεύω, petrify? τὸ μὲν ἔλευσεν (v. Lobel ad loc.: fort. aor. Dor., ἐλεύθω, v. ἔρχομαι) Δ. 4. 39.]
Greek Monolingual
λεύω (Α)
λιθοβολώ ή φονεύω με λιθοβολισμό (α. «πέτροις τε λεύει μνῆμα λάϊνον πατρός», Ευρ. β. «ἥδιστον δέ μοι τὸ κατθανεῖν ἦν καὶ τὸ λευσθῆναι πέτροις», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Έχει θεωρηθεί ως παρ. του τ. λᾶας «λίθος» (λεύω < λεύσ-yω, με βράχυνση διφθόγγου, < λᾶας), άποψη που δεν φαίνεται πολύ πιθανή. Κατ' άλλους, συνδέεται με αρχ. σκανδ. ljosta, laust (παρατ.) «χτυπώ», ενώ έχει διατυπωθεί και η υπόθεση ότι το λεύω ανάγεται στον ιων. τ. λέως(< λᾶας, πρβλ. κραταίλεως) και σχηματίστηκε μέσω ενός λεύω.
ΠΑΡ. αρχ. λεύσιμος, λευσμός, λευστήρ, λευστός.
ΣΥΝΘ. (Β συνθετικό) καταλεύω.
Greek Monotonic
λεύω: μέλ. λεύσω, αόρ. ἔλευσα (λᾶας)· λιθοβολώ, πετροβολώ, σε Θουκ., Ευρ. — Παθ., λευσθῆναι πέτροις, σε Σοφ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: stone (IA.).
Other forms: aor. λεῦσαι, pass. λευσθῆναι, fut. λεύσω.
Compounds: also with κατα-.
Derivatives: λευστήρ m. stoner, lapidator (Orac. ap. Hdt. 5, 67, trag.; cf. Fraenkel Nom. ag. 1, 212, Benveniste Noms d'agent 40), λευσμός m. lapidation (A., E.), (κατα-)λεύσιμος connected with lapidation (after θανάσιμος; Arbenz Adj. auf -ιμος 79), λευστά ... λιθοβόλητα H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Of old considered as denominative of λᾶας stone, but it has appeared that λᾶας had no u. Diff. Pedersen Cinq. décl. lat. 45 f. (with Jessen): to OWNo. ljósta, pret. laust slay, IE *leus-t-ō.
Middle Liddell
λᾶας
to stone, Thuc., Eur.:—Pass., λευσθῆναι πέτροις Soph.
Frisk Etymology German
λεύω: {leúō}
Forms: Aor. λεῦσαι, Pass. λευσθῆναι, Fut. λεύσω,
Grammar: v.
Meaning: steinigen (ion. att.).
Composita: auch mit κατα-,
Derivative: Davon λευστήρ m. ‘Steiniger, steini- gend' (Orac. ap. Hdt. 5, 67, Trag.; vgl. Fraenkel Nom. ag. 1, 212, Benveniste Noms d'agent 40), λευσμός m. Steinigung (A., E.), (κατα-)λεύσιμος mit Steinigung verbunden, die Steinigung betreffend (nach θανάσιμος; Arbenz Adj. auf -ιμος 79), λευστά· ... λιθοβόλητα H.
Etymology: Allgemein als Denominativum von λᾶας Stein (< *ληυσι̯ω) betrachtet; anders Pedersen Cinq. décl. lat. 45 f. (mit Jessen): zu awno. ljósta, Prät. laust schlagen, idg. *leus-t-ō.
Page 2,110
Mantoulidis Etymological
(=πετροβολῶ, σκοτώνω μέ πέτρες). Ἀπό τό λεύς (δωρ. τύπος) ἀντί λᾶας -λᾶς. Ρίζα λαϝκαί λεϝ-. Θέμα λεϝ-ω = λεύω.
Παράγωγα: λεύσιμος, λευσμός (=πετροβόλημα), λευστήρ (=φονιάς), λευστός (=πετροβόλητος), λιθόλευστος, κατάλευσις, κατάλευσμα, καταλεύσιμος.
Lexicon Thucydideum
lapidibus obruere, to pelt with stones, 5.60.6.
Translations
stone
Arabic: رَجَمَ; Armenian: քարկոծել; Azerbaijani: daşlamaq; Breton: labezañ, meinata; Bulgarian: пребивам с камъни; Catalan: apedregar, lapidar; Czech: kamenovat, ukamenovat; Danish: stene; Dutch: stenigen; Esperanto: ŝtonmortigi; Faroese: steina; Finnish: kivittää; French: lapider; Galician: lapidar, apedrar, acoiar, acantazar; German: steinigen; Ancient Greek: καταλεύειν, καταλεύω, καταλιθάζω, καταλιθοῦν, καταλιθόω, καταπετρόω, λεύειν, λεύω, λιθάζω, λιθοβολέω, λιθοβολῶ, λιθοκοπέω, λιθοκοπῶ, λιθολευστέω, λιθολευστῶ, πετροβολέω, πετροβολῶ; Hindi: संगसार करना; Hungarian: megkövez; Interlingua: lapidar; Irish: cloch; Italian: lapidare; Khmer: ចោលដុំថ្ម; Latin: lapido; Macedonian: каменува; Nahuatl: motla, tehuia; Norman: lapider; Norwegian: steine; Occitan: lapidar; Old English: stǣnan, hǣnan, ġehǣnan; Persian: سنگسار کردن; Polish: kamienować, ukamienować; Portuguese: apedrejar, lapidar; Quechua: chanqiyay, ch'aqiy; Slovak: kameňovať, ukameňovať; Spanish: lapidar, apedrear; Swahili: piga mawe; Swedish: stena; Turkish: taşlamak; Welsh: llabyddio