διάγω

From LSJ
Revision as of 11:33, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13b)

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάγω Medium diacritics: διάγω Low diacritics: διάγω Capitals: ΔΙΑΓΩ
Transliteration A: diágō Transliteration B: diagō Transliteration C: diago Beta Code: dia/gw

English (LSJ)

[ᾰ],

   A carry over or across, πορθμῆες δ' ἄρα τούς γε διήγαγον Od.20.187, cf. Th.4.78; δ. ἐπὶ σχεδίας ἄρτους X.Cyr.2.4.28.    b intr., cross over, Id.An.7.2.12.    2 draw through, τὴν προβοσκίδα Plu.2.968d.    3 Geom., draw through or across, produce a line, Euc.1.21, al.    4 draw apart, τὰ ὄμματα IG4.951.121 (Epid.).    II of Time, pass, spend, αἰῶνα h.Hom.20.7; βίοτον, βίον, A.Pers.711, S.OC1619, Ar.Nu.464; δ. τὸν βίον μαχόμενος Pl. R.579d; ἡσύχιον βίον δ. ἐν εὐσεβείᾳ 1 Ep.Tim. 2.2; γῆρας, νύκτα, X. Cyr.4.6.6, An.6.5.1; χρόνον Plu.Tim.10 (but χρόνος διῆγέ με, = χρόνον διῆγον, S.El.782); δ. ἑορτήν celebrate it, Ath.8.363f: hence,    2 intr., without βίον, pass life, live, Democr.191, D.18.254, 25.82; = διαιτῶμαι, διατρίβω, Thom.Mag.pp.90,98 R.; δ. ἐν φιλοσοφίᾳ Pl.Tht. 174b; tarry, ἐν τῷ δικαστηρίῳ Id.Euthphr.3e; ἐν προαστείῳ Hdn.1.12.5:—Med., διαγόμενος Pl.R.344e, etc.; τὰ πρὸς τοὺς θεοὺς εὐσεβῶς δ. Michel352.15 (Iasus).    b delay, Th.1.90, D.C.57.3: c. acc., spin out, protract, τοὺς λόγους Philostr.VA1.17.    c c. acc. pers., divert, fob off, ἐλπίδας λέγων διῆγε [τοὺς στρατιώτας] X.An.1.2.11, cf. D.Prooem. 53, Luc.Phal.1.3.    d continue, δ. σιωπῇ X.Cyr.1.4.14: freq. c. part., continue doing so and so, δ. λιπαρέοντας Hdt.1.94; δ. μανθάνων, ἐπιμελόμενος, X.Cyr.1.2.6, 7.5.85.    e with Advbs., ἐν τοῖς χαλεπώτατα δ. Th.7.71; ἄριστα X.Mem.4.4.15; εὖ Arist.HA625b23; ἀκινδύνως Id.Pol.1295b33; also εὐσεβῆ δ. τρόπον περί τινα conduct oneself piously, Ar.Ra.457.    III cause to continue, keep in a certain state, πόλιν ὀρθοδίκαιον δ. A.Eu.995(lyr.); πόλεις ἐν ὁμονοίᾳ Isoc.3.41; ἐν πᾶσι τοῖς κατὰ βίον . . διῆγεν ὑμᾶς D.18.89; τὸ ὑπήκοον ἐν ἡσυχίᾳ δ. D.C.40.30.    IV entertain, feed, τραγήμασι καὶ λαχάνοις τὸν στρατόν Philostr.Her.10.4:—Pass., [λέων] μελιτούτταις διήγετο Id.VA 5.42.    V manage, κάλλιστα πάντα δ. Pl.Plt.273c; πανηγυρικώτερον δ. τὰ κατὰ τὴν ἀρχήν Plb.5.34.3.    VI separate, force apart, τὰ σκέλεα Hp.Steril.230, LXX Ez.16.25; τοὺς ὀδόντας Aret.SA1.6.    2 divert, τινὰ ἀπό τινος Philostr.Her.Prooem.3; simply, divert, τὰς βασιλείους φροντίδας Id.VS1.8.2.

German (Pape)

[Seite 575] (s. ἄγω), 1) hindurch-, hinüberführen; Od. 20, 187 πορθμῆες δ' ἄρα τούς γε διήγαγον; τὴν στρατιάν Thuc. 4, 78; Xen. An. 2, 4, 20 u. ösrr; διὰ τῶν ἐξόδων Plat. Tim. 79 a; dah. αἰῶνα H. h. 19, 7, wie Plat. Legg. III, 701 c, hinbringen, verleben; βίον, Ar. Nubb. 462; Plat. Phaedr. 256 b; Menex. 248 b u. öfter; Dem. 59, 30 u. Sp.; τὰ ἔτη, Xen. Cyr. 1, 2, 13; oft auch absolut, sein Leben hinbringen, leben; mit adv., πρεπόντως, Plat. Legg. II, 657 d; ὡς ἤδιστα, Crit. 43 b; ἀθυμοτέρως, Isocr. 4, 116; σωφρόνως, Xen. Cyr. 1, 2, 8; σιωπῇ, 1, 4, 14; ἄριστα, Mem. 4, 4, 15; dah. εὖ διάγειν, als Gruß, wie χαίρειν, Epicur.; ἐν τῇ φιλοσοφίᾳ, im Studium der Philosophie, Plat. Phaedr. 259 d; ἐν τοῖς σκευοφόροις, als Packträger, Xen. Cyr. 7, 149; sich aufhalten, ἐν προαστείῳ Hdn. 1, 12; zögern, Thuc. 1, 90, wie τὸν χρόνον διάγειν, Plut. Timol. 10; am häufigsten mit partic., wo es = διατελέω einen fortwährenden Zustand bezeichnet, ἐξετάζοντα δ., Plat. Apol. 41 b; οἷς λέγω παίζων διάξει Phaedr. 276 d; μαχόμενος διάγειν τὸν βίον, Rep. IX, 579 d; ἐλπίδας λέγων διῆγε, er machte ihnen fortwährend Hoffnungen, Xen. An. 1, 2, 11; vgl. Cyr. 5, 4, 35, u. öfter. – 2) durchführen, vollenden, κάλλιστα πάντα Plat. Polit. 273 c; dah. regieren, verwalten, πόλεις, Isocr. 3, 41; τὰ κατὰ τὴν ἀρχήν, Pol. 5, 34, 3; a. Sp.; auch ἑορτήν, = ἄγειν, Ath. VIII, 353 f. – 3) durchbringen, erhalten, τραγήμασι καὶ λαχάνοις τὸν στρατόν Philostr.; auch = die Zeit vertreiben, ergötzen, Luc. Phalar. pr. 3 u. a. Sp.; hinhalten, τέτταρσιν όβολοῖς ὥσπερ ἀσθενοῦντα τὸν δῆμον διάγουσιν Dem. prooem. 53 extr.; so erkl. man auch Dem. 18, 89, ἐν πᾶσι τοῖς κατὰ τὸν βίον ἀφθονωτέροις καὶ εὐωνοτέροις διήγαγεν ἡμᾶς; vgl. Arr. An. 4, 18, 8. – 4) Sp. auch = auseinanderführen.

Greek (Liddell-Scott)

διάγω: μέλλ. -άξω, διαπερῶ, μεταβιβάζω εἰς τὸ πέραν, πορθμῆες δ’ ἄρα τοὺς γε διήγαγον Ὀδ. Υ. 187· δ. τὴν στρατιὰν κτλ., Θουκ. 4. 78, Ξεν. κλ. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, διέρχομαι, δαπανῶ, αἰῶνα Ὁμ. Ὕμν. 19. 7· βίοτον, βίον Αἰσχύλ. Πέρσ. 711, Σοφ. Ο. Κ. 1619, Ἀριστοφ. Νεφ. 463· χρόνον, γῆρας, ἡμέραν Ξεν., κτλ.· χρόνος διῆγέ με, φαίνεται ὅτι εἶνε ἴσον τῷ χρόνον διῆγον, Σοφ. Ἠλ. 782· ― ὡσαύτως, δ. ἑορτήν, ἑορτάζω (πρβλ. ἄγω IV. 2), Ἀθήν. 363F· ― ἐντεῦθεν, 2) ἀμετάβ. ἄνευ τοῦ βίον, διέρχομαι τὴν ζωήν, ζῶ, ὡς τὸ Λατ. degere, transigere, Ἡρόδ. 1. 94, Δημ. 311. 28, κτλ.· δ. ἐν φιλοσοφίᾳ Πλάτ. Θεαιτ. 174Α· διατρίβω, ἐν τῷ δικαστηρίῳ ὁ αὐτ. Εὐθύφρ. 3Ε· ― ὡσαύτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ , διαγόμενος ὁ αὐτ. Πολιτικ. 344Ε, κτλ. β) βραδύνω, ἀναβάλλω, Θουκ. 1. 90. γ) δ. διωπῇ Ξεν. Κύρ. 1. 4, 14· ἐν εὐδαιμονίᾳ Δημ. 794. 19· συχνάκις μ. μετοχ., ἐξακολουθῶ πράττων τι, δ. μανθάνων, ἐπιμελόμενος Ξεν. Κύρ. 1. 2, 6, 7. 5, 85· λέγων διῆγε ὁ αὐτ. Ἀν. 1. 2, 11. δ) μετ’ ἐπιρρ., ἐν τοῖς χαλεπώτατα δ. Θουκ. 7. 71· ἄριστα Ξεν. Ἀπομν. 4. 4, 15· εὖ Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 40, 33· ἀκινδύνως ὁ αὐτ. Πολ. 4. 11, 9· οὕτως, εὐσεβῆ δ. τρόπον περί τινα, εὐσεβῶς φέρομαι, Ἀριστοφ. Βατρ. 457. ΙΙΙ. κάμνω τινὰ νὰ ἐξακολουθῇ ἢ διατελῇ ἔν τινι καταστάσει, πόλιν ὀρθοδίκαιον δ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 995· πόλεις ἐν ὁμονοίᾳ Ἰσοκρ. 35Β· ἐν πᾶσι τοῖς κατὰ βίον… διῆγεν ὑμᾷς Δημ. 255. 11· ― παρ’ Εὐκλείδῃ, προεκβάλλω γραμμήν. IV περιποιοῦμαι, διασκεδάζω τινά, Ξεν. Ἀν. 1. 2, 11· τέτταρσιν ὀβολοῖς τὸν δῆμον δ. Δημ. 1459 ἐν τέλ. (ἐν τῷ προοιμ.), πρβλ. Λουκ. Φαλ. Πρ. 3· ― ὡσαύτως ἀμεταβ., διασκεδάζω ἐμαυτόν, Hemst. Θωμ. Μ. 213· πρβλ. διαγωγὴ ΙΙ. 2. V. κυβερνῶ ἤ διευθύνω ὑποθέσεις, Δίων Κ. VI. ἀποχωρίζω, διαχωρίζω, ἀναγκάζω εἰς διαχωρισμόν, Ἑβδ. (Ἐζεκ. ιϚ΄, 25)· τοὺς ὀδόντας Ἀρεταῖ. π Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 6.