ἁδρός

From LSJ
Revision as of 19:27, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁδρός Medium diacritics: ἁδρός Low diacritics: αδρός Capitals: ΑΔΡΟΣ
Transliteration A: hadrós Transliteration B: hadros Transliteration C: adros Beta Code: a(dro/s

English (LSJ)

ά, όν,

   A thick, stout, bulky:    I of things, χιόνα ἁ. πίπτουσαν ἰδεῖν falling thick, Hdt.4.31; τῶν ἀνθράκων οἱ ἁδρότατοι the most solid, Hp.Mul.2.133; κίονες ἁ. large, D.S.3.47; τοὺς ἁδροτάτους τῶνλέμβων Id.20.85:—strong, violent, πόλεμος Ar.Ra.1099; τὰ ἁδρότατατῶν . . συμβάντων Hell.Oxy.4.1; ῥεύματα full, swollen, Arist.Pr.949b5; of raindrops, Id.Mu.394a31 (Comp.); δῆγμα D.S.1.35; δωρεάστε καὶ τιμὰς ἁ. δοῦναι in abundance, Id.19.86; κοιλότης severe deficiency, Phld.Oec.p.71 J.:—of style, powerful, Longin.40.4 (Comp.), cf. Phld.Rh.1.182 S.; ἁ. νοήματα dub. in D.H.Comp.4; ἀπειλή Phld. Hom.p.35 O.; τὸ ἁ. the grand style, opp. τὸ ἰσχνόν, Ps.-Plu.Vit.Hom. 72. Adv., Comp. ἁδροτέρως, διαιτᾶν live more freely, Hp.Aph.1.7; ἁ. φαρμακεύειν ib.4.9; neut. as Adv., ἁδρὸν γελάσαι laugh loud, Antiph. 144; ἁδρότερον πιεῖν drink more deeply, Diph.5.    II of persons, fine, well-grown, ἐπεὰν τὸ παιδίον ἁ. γένηται Hdt.4.180; τῷ παιδί, ἐπὴν ἁ. ἔῃ Hp.Genit.2; τῶν παίδων ὅσοι ἁ. Pl.R.466e; οἱ -ότεροι the bestgrown, the stronger, Isoc.12.110; οἱ ἁ. chiefs, princes, LXX 4 Ki.10.6; also ἁ. τὴν ψυχήν Democh.3; ἡ κατὰ ψυχὴν ἁ. ὑπεροχή Procl.in Alc.p.94 C.    2 of animals, fine, fat, χοῖρος X.Oec.17.10; λύκος Babr.101; freq. in Com. of flesh, fish, etc., Antiph.20.5, 26.21, Alex. 170, etc.    3 of fruit or corn, full-grown, ripe, ὅκως εἴη καρπὸς ἁ. Hdt.1.17, cf. Arist.Metaph.1017b8.    b ἁ. ῥίζα, = ἀριστολοχεία στρογγύλη, Ps.-Dsc.3.4.    c of an egg, ready to be laid, Arist. HA559b11 (Comp.).—First in Hdt., never in Trag., rare in Att.; but the derivs. ἁδροτής, ἁδροσύνη occur in Ep. and ἁδρύνω in Trag.

German (Pape)

[Seite 37] ά, όν (ἄδην, ἀδέω, Buttm. Lexil. I, p. 206 bringt es mit ἀδινός zusammen), voll, ausgewachsen, reif, καρπός Her. 1, 17 (so von Früchten oft Theophr.); παιδίον 4, 180; παῖδες Plat. Rep. V, 466 e; übh. stark, dicht, χιών Her. 4, 31; πόλεμος, ein großer Krieg, Ar. Ran-1099; πῦρ Plut. Sol. 1; οἱ ἁδροί, starke Leute, den μικρότεροι entgegengesetzt; Lyc. 17; ἰχθύς Com. Ath. VIII, 381 d; κοιλία Alex. ib. XIII, 568 b (v. 12); übrtr., οἱ άδρότεροι καὶ πολὺ βελτίονες, tüchtigere Leute, Isocr. 12, 110, wie Athen. VI, 253 b ἁδρὸς τὴν ψυχήν; πιεῖν ἁδρότερον Diphil. Athen. XI, 497 a; ἁδρός τινος, angefüllt mit, Machon. bei Athen. VI, 244 b; häufig bei Sp., wie D. Sic. – Bei den Rhetoren: volle, wortreiche Schreibart, im Ggstz von ἰσχνός; auch tadelnd: schwülstig, vgl. Schäfer zu D. Hal. C. V. 4, 38.

Greek (Liddell-Scott)

ἁδρός: -ά, -όν, κατὰ τὴν πρώτην σημασίαν φαίνεται ὅμοιον τῷ ἀδινός (μεθ’ οὗ συσχετίζεται ὡς τὸ κυδρὸς πρὸς τὸ κυδνός) σημαῖνον πυκνός, παχύς, ὀγκώδης. Ι. ἐπὶ πραγμάτων: χιόνα ἁδρὴν πίπτουσαν εἶδε, πυκνὴν εἰς νιφάδας, Ἡρόδ. 4. 31: - τῶν ἀνθράκων οἱ ἁδρότατοι, οἱ στερεώτατοι, Ἰππ. 648. 55· - κίονες ἁδ. = μεγάλοι, Διόδ. 3.47· τοὺς ἁδροτάτους τῶν λέμβων, ὁ αὐτ. 20. 85: - ἰσχυρός, μέγας ὑπὸ πᾶσαν ἔποψιν, ἁδρὸς πόλεμος, Ἀριστοφ. Βάτ. 1099· ῥεύματα, πλήρη, ἐξωγκωμένα, Ἀριστ. Προβλ. 28. 1, 3· ἐπὶ βροχῆς, = ῥαγδαία, ὁ αὐτ. Κόσμ. 4, 6· ἐπὶ πυρός, Πλουτ. Σόλων 1· δῆγμα, Διόδ. 1. 35· δωρεάς τε και τιμὰς ἁδρὰς δοῦναι, = ἀφθόνους, ὁ αὐτ. 19. 86· - ἐπὶ ὕφους, = μεγαλοπρεπής, Λογγῖν. 40, 4. Τὸ ἁδ., = Λατ. ubertas, grandiloquentia, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ ἰσχνόν, Schäf. Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. Ὀνομ. σ. 65. - Ἐπιρρ. συγκρ. ἁδροτέρως διαιτᾶν, νά τρώγῃ τις χορταστικώτερα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν λεπτὴν δίαιταν, Ἱππ. Ἀφ. 1243· ἁδρ. φαρμακεύειν, αὐτόθι· ὡσαύτ. οὐδέτ. ὡς ἐπίρρ., ἁδρὸν γελάσαι, = γελάσαι ἠχηρῶς, Ἀντιφῶν ἐν «Λημνίαις» 2. 8. πρβλ. Πολυδ. 4. 9· ἁδρότερον πιεῖν, περισσότερον, ἀφθονώτερον, Δίφιλ. ἐν «Αἱρησιτείχει», 1. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων: μέγας, ὡραῖος, εὐτραφής, ἐπεὰν τὸ παιδίον ἁδρὸν γένηται, Ἡρόδ. 4. 180· τῷ παιδί, ἐπήν ἀδρὸς ἔῃ, Ἱππ. 232, 42· - τῶν παίδων ὅσοι ἁδροί, Πλάτ. Πολ. 466Ε· οἱ ἁδρότεροι, οἱ μᾶλλον ἀνεπτυγμένοι κατὰ τὸ σῶμα, οἱ ἰσχυρότεροι, Ἰσοκρ 255C. Παρὰ τοῖς Ἑβδ., οἱ ἁδροὶ εἶναι οἱ ἄρχοντες, ἡγεμόνες, Βασιλ. Δ΄. ι΄, 6. 2) οὕτως ἐπὶ ζῴων, χοῖρος, Ξεν. Οἰκ. 17. 10· λύκος, Βαβρ. 101, καὶ παρὰ μεταγεν. Κωμ. συχνὰ ἐπὶ κρέατος, ἐπὶ ἰχθύων, κτλ. Ἀντιφ. ἐν «Ἀκεστρίᾳ» 1, «Ἁλιευομένῃ» 1. 21, Ἄλεξ. ἐν «Παμφίλῃ» 1, κτλ. 3) ἐπὶ καρποῦ ἢ σίτου, = καλῶς ἀνεπτυγμένος, ὥριμος: ὅκως εἴη καρπὸς ἁδ., Ἡρόδ. 1. 17, πρβλ. Ἀριστ. Μεταφ. 4. 7, 8. 4) ἐπὶ ᾠοῦ, ἕτοιμον πρὸς ἐκκόλαψιν, ὁ αὐτ. Ι. Ζ. 6. 2, 7: - ἡ λέξις κατὰ πρῶτον ἀπαντᾷ παρ’ Ἡροδ., οὐδέποτε δὲ παρὰ Τραγ., καὶ εἶναι σπανία παρὰ τοῖς ἀρίστοις τῶν Ἀττικῶν συγγραφέων, ἀλλὰ τὰ παράγωγα ἁδρότης, ἁδροσύνη, ἁδρύνω, ἀπαντῶσι παρ’ Ὁμήρ., Ἡσ., Σοφ., καὶ ἄλλ.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
1 abondant, épais, dru;
2 qui a crû, ou s’est développé fortement, gros, fort.
Étymologie: ἅδην.