ζυγόν
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
English (LSJ)
τό, also ζυγός, ὁ, (in various senses), h.Cer.217, Pl.Ti.63b, Theoc.30.29, LXXGe.27.40, al., Plb.4.82.2, Ev.Matt.11.29, Jul.Or.5.173a, etc.: rarely in pl.,
A ζυγοί LXXPr.11.1, Sch.Th.1.29: Delph. δυγός (q.v.). I yoke of a plough or carriage, ζ. ἵππειον Il.5.799, 23.392; ὑπὸ ζυγὸν ἤγαγεν ἵππους 5.731, cf. Od.3.383; ἐπὶ ζυγὸν αὐχένι θεῖναι βουσί Hes.Op.815, cf. 581; ὑπὸ ζυγόφιν (i.e. ζυγοῦ) λύον ἵππους Il.24.576: prov., τὸν αὐτὸν ἕλκειν ζ. 'to be in the same boat', Aristaenet.2.7, Zen.3.43; ταὔτ' ἐμοὶ ζ. τρίβεις Herod.6.12. 2 metaph., ἐπὶ ζυγὸς αὐχένι κεῖται h.Cer.217; ἐχθροῖσιν ὑπὸ ζυγὸν αὐχένα θήσω Thgn.1023; ἐπαυχένιον λαβεῖν ζ. Pi.P.2.93; δούλιον ζ. the yoke of slavery, Hdt.7.8.γ, A.Th.75 (pl.), 471, etc.; δουλείας, ἀνάγκης ζ., S.Aj.944, E.Or.1330; ὑπὸ ζυγῷ λόφον δικαίως εἶχον S.Ant.291; ἐπιτιθέναι τινὶ ζυγὰ τοῦ μὴ . . so as to prevent... X.Cyr.3.1.27; ζυγῷ ζυγῆναι Pl.R.508a; ἄγειν ὑπὸ τὸν ζ. τινάς Plb.4.82.2, cf. D.H.3.22; ὑπὸ τὸν ζ. ὑπαγαγεῖν D.C.Fr.36.10; ζυγὸν ὑποστῆναι D.H.10.20. II crossbar of the φόρμιγξ, Il.9.187. 2 ζυγὸς ἡ τῆς ἀμπέλου πρὸς τὴν χάρακα συζυγία Gp.5.29.6. III in pl., thwarts or benches joining the opposite sides of a ship, Od.9.99, 13.21, Hdt.2.96: rarely in sg., θοὸν εἰρεσίας ζυγόν S.Aj.249 (lyr.): metaph., of the seat of authority compared to the helmsman's seat, ἐς τὸ πρῶτον πόλεος ζ. E.Ion595; ἐπεὶ δ' ἐπὶ ζυγοῖς καθέζετ' ἀρχῆς Id.Ph.74; σὺ ταῦτα φωνεῖς νερτέρᾳ προσήμενος κώπῃ, κρατούντων τῶν ἐπὶ ζυγῷ δορός; while on the main thwart sits authority, A.Ag.1618; also of a coachman's seat, box, PMasp.303.15 (vi A.D.). 2 in pl., panels of a door, IG12.372.199,22.1457.14,1672.155; cf. ζευγίον. IV beam of the balance, ζυγὸν ταλάντου A.Supp.822 (lyr.), cf. Arist.Mech.850a4: hence, the balance itself (cf. πῆχυς IV), αἴρειν τὸν ζυγόν Pl.Ti.63b; ἐν πλάστιγγι ζυγοῦ κεῖσθαι Id.R.55oe; ζυγῷ or ἐν τῷ ζ. ἱστάναι, Lys.10.18, Pl. Prt.356b; ζυγὸν ἱστάναι D.Prooem.55: in pl., Id.25.46, SIG975.39 (Delos, iii B.C.): prov., ζ. μὴ ὑπερβαίνειν Pythag. ap. D.L.8.18. b the constellation Libra, Hipparch.3.1.5, Ph.1.28, Man.2.137, etc.; ζ. Ἀφροδίτης Porph.Antr.22. V καρχασίου the yard-arm at the mast head, Pi.N.5.51, cf. Ach.Tat.5.16. VI cross-strap of a sandal, Ar.Lys.417, Poll.7.81; ζυγός, ὁ, Phot. VII pair, κλεινὸν ζυγόν, of persons, E.Hel.392; κατὰ ζυγά in pairs, Arist.HA544a5, Theoc.13.32. VIII rank or line of soldiers, opp. file (στοῖχος), ἐν τῷ πρώτῳ ζ. ἐμάχοντο τέσσαρες Th.5.68; ὁ ζυγός Polyaen.4.4.3 (τὰ ζυγά 2.10.4); κατὰ ζυγόν line with line, Plb.1.45.9; κατ' ἄνδρα καὶ ζ. Id.3.81.2; esp. front rank, Ael.Tact.7.1, Arr.Tact.8.1; also of the Chorus, Poll.4.108. IX ζυγὰ ἢ ἄζυγα even or odd, a game, Sch.Ar.Pl.817. X measure of land, SIG963.13 (Amorgos, iv B.C.).
German (Pape)
[Seite 1141] τό (nach Plat. Cratyl. 418 d δυογόν, = δύω ἄγον, vgl. aber jugum, ζεύγνυμι), – 1) das Joch, mit welchem zwei Rinder od. Pferde vor den Pflug od. Wagen gespannt werden; es geht um den Nacken der Thiere u. wird an der Deichsel befestigt; von Hom. an überall; man bemerke: ὑπὸ ζυγὸν ἄγειν (anspannen), Od. 3, 383; ὑπὸ ζυγόφιν λύον ἵππους, Il. 24, 576; ἐπὶ ζυγὸν αὐχένα θεῖναι βουσί, Hes. O. 51; κατὰ ζυγά, paarweise, Theocr. 13, 32. Häufig übtr. auf Sklaverei, τὸ δούλιον ζ. Aesch. Ag. 1226; δούλειον ζ. Plat. Legg. VI, 770 e; δουλείας ζυγά Soph. Ai. 944; ἀνάγκης ζ. Eur. Or. 1330; ἐπιθεῖναί τινι ζυγὰ τοῦ μὴ ὑβρίσαι Xen. Cyr. 3, 1, 26; übh. Band, τιμιωτέρῳ ζυγῷ ἐζύγησαν Plat. Rep. VI, 508 a. Sprichw. ταὐτὸν ζυγὸν ἕλκειν, Zenob. 3, 43. – 2) der kleine Querstab od. Steg oben an der Phorminx zwischen den Hörnern derselben, an welchem die Wirbel der Saiten befestigt sind, Il. 9, 187; Arist. mechan. 12. Auch πῆχυς genannt, womit Suid. es erkl. – 3) τὰ ζυγά, im Schiffe die Ruderbänke (die die beiden Seiten des Schiffes verbinden), Od. 9, 99. 13, 21; übertr. auf Rang im Staate, Aesch. Ag. 1618; ἐς τὸ πρῶτον πόλεως ὁρμηθεὶς ζυγόν Eur. Ion 595. S. auch ζυγός 2). – 41 ein Riemenan den Sandalen der Frauen, Ar. Lys. 417, masc. beim Schol. zu dieser Stelle; VLL., Hesych. erkl. ὁ παρακείμενος ἱμὰς τοῖς δακτύλοις. – 5) nach Schol. Ar. Plut. 817 war ζυγὰ ἢ ἄζυγα der gewöhnliche Ausdruck für Paar u. Unpaar (ἄρτια ἢ περισσά) spielen.
Greek (Liddell-Scott)
ζῠγόν: τό, ὡσαύτως ζῠγός, ὁ (μὲ τὴν σημασ. Ι.) Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 217, (μὲ τὴν σημασ. IV.) Πλάτ. Τιμ. 63Β, καὶ παρὰ μεταγενεστ. μὲ πᾶσαν σημασίαν. Κατὰ τὸ πλεῖττον οὐδὲν ὑπάρχει τὸ ὁρίζον τὸ γένος τῆς λέξεως ἐν τῷ ἑνικῷ., ἀλλὰ τὸ πληθ. φαίνεται ὅτι εἶνε ἀείποτε ζυγὰ (πρβλ. ζεύγνυμι ἐν τέλ.) Πᾶν ὅ,τι ἑνώνει δύο σώματα, ἑπομένως, Ι. τὸ σταυροειδῶς ἐπὶ τοῦ ῥυμοῦ κείμενον ξύλον, τὸ προσδενόμενον διὰ τοῦ ζυγοδέσμου πρὸς τὸ τέλος τοῦ ῥυμοῦ καὶ ἔχον ζεύγλας (ἐπιτραχηλίους θέσεις) εἰς ἑκάτερον ἄκρον, δι’ οὗ δύο ἵπποι, ἡμίονοι ἢ βόες ἔσυρον ἅμαξαν ἢ ἄροτρον· παρ’ Ὁμ. ὁ τῶν ἵππων ζυγὸς συχνάκις ὁρίζεται εἰδικώτερον, ὡς ζυγὸν ἵππειον Ἰλ. Ε. 799. Ψ. 392· ὑπὸ ζυγὸν ἤγαγεν ἵππους, ἔζευξεν αὐτούς, Ἰλ. Ε. 731, Ὀδ. Γ. 383· ἐπὶ ζυγὰ θῆκεν ἵπποις Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 813· ἐπὶ ζυγὸν αὐχένα θῆκε βουσὶ αὐτόθι 579· ὑπὸ ζυγόφιν (ὅ ἐ. ζυγοῦ) λύον ἵππους Ἰλ. Ω. 576· παροιμ., τὸν αὐτὸν ἕλκειν ζ., ἐπὶ τῶν ὅμοια καὶ παραπλήσια πασχόντων, «᾿ς ἕνα τσουκάλι βράζουν», Ἀρισταίν. 2. 7, Παροιμιογρ. 2) μεταφ., ἐπὶ ζυγὸς αὐχένι κεῖται Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 217· ἐχθροῖσιν ὑπὸ ζυγὸν αὐχένα θήσω Θέογν. 1023· ἐπαυχένιον λαβεῖν ζ. Πίνδ. Π. 2. 172· τὸ δούλιον ζ., ὁ ζυγὸς τῆς δουλείας, Ἡρόδ. 7. 8, 3, πρβλ. Αἰσχύλ Θήβ. 75, 471, κλ.· δουλείας, ἀνάγκης ζ. Σοφ. Αἴ. 944, Εὐρ. Ὀρ. 1330· ὑπὸ ζυγῷ λόφον δικαίως εἶχον Σοφ. Ἀντ. 291· ἐπιτιθέναι τινὶ ζυγὰ τοῦ μή…, ὥστε νὰ μὴ..., Ξεν. Κύρ. 3. 1, 27· ζυγῷ ζυγῆναι Πλάτ. Πολ. 508Α. ΙΙ. τὸ ἐγκάρσιον ξύλον, τὸ συνδέον τὰ δύο κέρατα τῆς φόρμιγγος εἴς ὃ προσηλοῦνται οἱ κόλλοπες καὶ ἐντείνονται αἱ χορδαί, Λατ. transtillum. Ἰλ. Ι. 187. 2) τὸ ἐγκάρσιον ξύλον τοῦ ὑφαντικοῦ ἱστοῦ, εἰς ὃ προσηλοῦτο ὁ στήμων, τὸ «ἀντί», πρβλ. ζυγόω. 3) τὸ τῶν Ρωμαίων jugum, Διον. Ἁλ. 3. 22, κτλ. ΙΙΙ. ἐν τῷ πληθ., τὰ ἐγκάρσια ἑδώλια τὰ ἑνοῦντα τὰς ἀπέναντι πλευρὰς πλοίου ἢ λέμβου, Λατ. transtra, Ὀδ. Ι. 99, Ν. 21, Ἡρόδ. 2. 96· σπανίως ἐν τῷ ἑνικῷ, θοὸν εἰρεσίας ζυγὸν Σοφ. Αἴ. 249· - μεταφ., ἐς τὸ πρῶτον πόλεος ζ. Εὐρ. Ἴωνι 595· ἐπεὶ δ’ ἐπὶ ζυγοῖς καθέζετ’ ἀρχῆς ὁ αὐτ. Φοιν. 74. 2) ἐν τῷ πληθ. ὡσαύτως, τὸ λίθινον ἀνώφλιον ἢ κατώφλιον τῆς θύρας, Συλλ. Ἐπιγρ. 160. 91· - ὡσαύτως, = Λατ. impages, τὰ προσπήγματα, οἱ σιδηροῖ δεσμοὶ θύρας, ἴδε Ἐπιγρ. Βρεττ. Μουσ. σ. 73. 3) ἡ μεσαία σειρὰ τῶν κωπηλατικῶν καθισμάτων τριήρους· μεταφ., κρατούντων τῶν ἐπὶ ζυγῷ δορός, ἐνῷ οἱ ἐπὶ τοῦ ζυγοῦ (οἱ τῆς ἄνω σειρᾶς) κυβερνῶσι τὸ πλοῖον, Αἰσχύλ Ἀγ. 1618. IV. ἡ φάλαγξ τοῦ ζυγοῦ (ζυγαριᾶς), ζυγὸν ταλάντου ὁ αὐτ. Ἱκέτ. 822, Δημ. 1461. 17, πρβλ. Ἀριστ. Μηχαν. 1, 2· - ἐντεῦθεν, αὐτὸς ὁ ζυγὸς (πρβλ. πῆχυς IV), αἴρειν τὸν ζυγὸν Πλάτ. Τιμ. 63Β· ἐν πλάστιγγι ζυγοῦ κεῖσθαι ὁ αὐτ. Πολ. 550Ε· ζυγῷ ἢ ἐν τῷ ζ. ἱστάναι Λυσ. 117. 40, Πλάτ. Πρωτ. 356Β· ἐν τῷ πληθ., Δημ. 784. 10· - παροιμ., ζ. μὴ ὑπερβαίνειν Πυθ. παρὰ Διογ. Λ. 8. 18. V. καρχασίου, ἡ κατὰ τὴν κορυφὴν τοῦ ἱστοῦ κεραία, Πίνδ. Νεμ. 5. 92. VI. σανδαλίου ὁ ἀπὸ τοῦ ἑνὸς εἰς τὸ ἄλλο μέρος δεσμός, Ἀριστοφ. Λυσ. 417, Πολυδ. Ζ΄, 81· ζυγὸς Φωτ. VII. ζεῦγος, κλεινὸν ζυγὸν Εὐρ. Ἑλ. 792· κατὰ ζυγά, κατὰ ζεύγη, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 5. 12, 1, Θεόκρ. 13. 32. VIII. κατὰ πρόσωπον γραμμὴ στρατιωτῶν, ἀντιθέτως πρὸς τὴν κατὰ βάθος (ἥτις ἐκαλεῖτο στοῖχος), ἐν τῷ πρώτῳ ζ. ἐμάχοντο Θουκ. 5. 68· ὁ ζυγὸς Πολύαιν. 4. 5, 4· κατὰ ζυγόν, γραμμὴ μὲ γραμμήν, Πολύβ. 1. 45, 9· - ὡσαύτως ἐπὶ τοῦ χοροῦ, Πολυδ. Δ΄, 108· πρβλ. ζυγέω ΙΧ. ζυγὰ ἢ ἄζυγα, ἄρτια ἢ περισσά, «ζυγὰ ἢ μονά», παιγνίδιον, Σχόλ. Ἀριστοφ. Πλ. 816.
French (Bailly abrégé)
οῦ (τό) :
A. tout ce qui sert à joindre deux objets ensemble :
I. joug pour deux bœufs ou deux chevaux : ὑπὸ ζυγὸν ἄγειν IL, OD amener sous le joug ; ζυγὰ ἐπιθεῖναι τινι XÉN imposer le joug à qqn ; fig. le joug (de la mort, de la nécessité, etc.) ; δούλιον ζυγόν HDT, δουλείας ζυγόν SOPH joug de la servitude;
II. le joug romain, sous lequel passaient les prisonniers de guerre;
III. barre qui unit les deux branches recourbées de la φόρμιγξ et où s’ajustent les cordes;
IV. t. de mar.
1 banc de rameurs, allant de l’un à l’autre côté du navire (lat. transtra), particul. au sg. banc du milieu (sur trois) ; τὰ ζυγά bancs de rameurs;
2 bau de navire, càd chacune des poutres qui soutiennent les planchers ou ponts (le bau lie l’un à l’autre les deux côtés du bâtiment);
V. fléau d’une balance (propr. ce qui unit les deux plateaux) ; balance;
B. tout objet accouplé :
I. couple, paire ; attelage;
II. rangée de soldats.
Étymologie: R. Ζυγ, v. ζεύγνυμι ; cf., lat. jugum.