ὄνομαι

From LSJ
Revision as of 20:04, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὄνομαι Medium diacritics: ὄνομαι Low diacritics: όνομαι Capitals: ΟΝΟΜΑΙ
Transliteration A: ónomai Transliteration B: onomai Transliteration C: onomai Beta Code: o)/nomai

English (LSJ)

2sg.

   A ὄνοσαι Od.17.378 ; Ep. 2pl. οὔνεσθε (Aristarch. ὀνόσασθε, Buttm. and Pap. οὔνοσθε) Il.24.241 ; 3pl. ὄνονται Od.21.427, Hdt.2.167 ; opt. ὄνοιτο Il.13.287 : impf. 3pl. ὤνοντο (κατ-) Hdt.2.172 : Ep. fut. ὀνόσσομαι Il.9.55, Od.5.379 : aor. ὠνοσάμην Il.14.95 ; Ep. part. ὀνοσσάμενος 24.439 : also Ep. aor. 3sg. ὤνατο 17.25 ; and Pass. ὠνόσθην (κατ-) Hdt.2.136 ; cf. ὀνοστός, ὀνοτός :—blame, find fault with, treat scornfully, c. acc., νῦν δέ σευ ὠνοσάμην πάγχυ φρένας Il.14.95 ; οὔ τίς τοι τὸν μῦθον ὀνόσσεται 9.55 ; οὐδέ κεν . . μένος καὶ χεῖρας ὄνοιτο 13.287 ; ὡς ἂν σὴν ἀρετὴν . . οὔ τις ὄνοιτο Od.8.239 : folld. by a relat., ἦ οὔνεσθ' ὅτι μοι . . Ζεὺς ἄλγε' ἔδωκεν; do ye think it a light thing that . . ? (others wrongly refer it to ὀνίνημι, is it to your profit that . . ?), Il.24.241 ; ἦ ὄνοσαι ὅτι τοι βίοτον κατέδουσιν ἄνακτος ; Od.17.378: c. gen., οὐδ' ὧς σε ἔολπα ὀνόσσεσθαι κακότητος for all that, I think thou wilt not quarrel with thy ill-luck (i.e. deem it too light), 5.379 : Ep. Verb, once in Hdt. (cf. κατόνομαι), ὄ. τινά throw a slur upon, 2.167.—In AP7.484 (Diosc.) v.l. for ὀνίνημι (q.v.).

German (Pape)

[Seite 348] 2. Pers. ὄνοσαι, 2. Pers. plur. ep. οὔνεσθε, Il. 24, 241, imperat. ὄνοσο, optat. ὄνοιτο, fut. ὀνόσομαι, ep. ὀνόσσομαι, aor. ὠνόσθην und ὠνοσάμην, inf. ep. ὀνόσσασθαι, in kürzerer Form ὤνατο, Il. 17, 25, – schelten, schmähen, beschimpfen; οὐχ ὥς με μνηστῆρες ἀτιμάζοντες ὄνονται, Od. 21, 422; σὴν ἀρετὴν βροτὸς οὔτις ὄνοιτο, 8, 239, vgl. Il. 13, 287; ὅτε μ' ὤνατο, 17, 25; νῦν σευ ὠνοσάμ ην φρένας, 14, 95, vgl. 17, 173; mit folgdm ὅτι, ἢ οὔνεσθ', ὅτι μοι Ζεὺς ἄλγε' ἔδωκεν, 24, 241, scheltet ihr, seid ihr unzufrieden, d. i. ist es euch nicht genug, daß Zeus mir Schmerzen gegeben hat; ἢ ὄνοσαι, ὅτι τοι βίοτον κατέδουσιν ἄνακτος, Od. 17, 378; auch c. gen., οὐδ' ὥς σε ἔολπα ὀνόσσεσθαι κακότητος, auch so, hoffe ich, wirst du nicht unzufrieden sein wegen deines Unglücks, ich hoffe, du wirst genug daran haben, 5, 379; ἥκιστα Κορίνθιοι ὄνονται τοὺς χειροτέχνας, Her. 2, 167. – Vgl. ὀνοστός u. ὀνοτάζω.

Greek (Liddell-Scott)

ὄνομαι: β΄ ἑνικ. ὄνοσαι Ὀδ. Ρ. 378· Ἐπικ. β΄ πληθ. οὔνεσθε· (Ἀρίσταρχ. ὀνόσασθε) Ἰλ. Ω. 241· γ΄ πληθ. ὄνονται Ὀδ. Φ. 427, Ἡρόδ. 2. 167· ὄνοιτο Ἰλ. Ν. 287· - παρατ. γ΄ πληθ. ὤνοντο (κατ-) Ἡρόδ. 2. 172· - Ἐπικ. μέλλ. ὀνόσσομαι Ἰλ. Ι. 55, Ὀδ. Ε. 379: - ἀόρ. ὠνοσάμην Ὅμ.· Ἐπικ. μετοχ. ὀνοσσάμενος Ἰλ. Ω. 439· ὡσαύτως Ἐπικ. ἀόρ. γ΄ ἑνικ. ὤνατο Ρ 25· καὶ παθ. ὠνόσθην (κατ-) Ἡρόδ. 2. 136· πρβλ. ὀνοστός, ὀνοτός. Ἐπικ. ἀποθ., ψέγω, μέμφομαι, ἐπιρρίπτω μομφήν, ἐλέγχω, ὀνειδίζω, χλευάζω, περιφρονητικῶς φέρομαι, μετ’ αἰτ., νῦν δέ σευ ὠνοσάμην πάγχυ φρένας Ἰλ. Ξ. 95· οὔ τίς τοι τὸν μῦθον ὀνόσσεται Ι. 55· οὐδέ κεν... μένος καὶ χεῖρας ὄνοιτο Ν. 287· ἂν σὴν ἀρετὴν... οὔ τις ὄνοιτο Ὀδ. Θ. 239, κτλ.· ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσ., ἦ οὔνεσθ’ ὅτι μοι.. Ζεὺς ἄλγε’ ἔδωκεν; ἐκφαυλίζετε καὶ μικρὸν ἡγεῖσθε ὅτι... (ἕτεροι ἀναφέρουσι τὸν τύπον εἰς τὸ ῥῆμ. ὄνινημι, ὠφελεῖσθε διότιΖεὺς κτλ.), Ἰλ. Ω. 241· ἢ ὄνοσαι, ὅτι τοι βίοτον κατέδουσιν ἄνακτος, ἢ εὐκαταφρόνητον καὶ ἀνάξιον λόγου νομίζεις ὅτι.., Ὀδ. Ρ. 378· - μετὰ γεν., ἀλλ’ οὐδ’ ὥς σε ἔολπα ὀνόσσεσθαι κακότητος, «διχῶς νοεῖται ἢ ὀνόσσεσθαι καὶ μέμψασθαί σε τῆς κακότητος, ἤτοι τῆς ταλαιπωρίας ἧς ἔπαθες· ἢ ὀνόσσεσθαι καὶ ἀπόνασθαί σε, ἤτοι ὠφεληθῆναί σε τῆς κακότητος τῆς σῆς ἕνεκα, ἤτοι τῆς κακουργίας ὅτι ἐτύφλωσας τὸν ἐμὸν υἱὸν» (Εὐστ.), Ὀδ. Ε. 379· - ἅπαξ παρ’ Ἡροδ., ὀν. τινα, ἐπιρρίπτω μομφὴν ἐπί τινα, 1. 167. - περὶ τοῦ ὠνόσατο (νῦν ὠνάσατο) ἐν Ἀνθ. Π. 7. 484, ἴδε ἐν λέξ. ὀνίνημι. (Ἐντεῦθεν ὀνοστός, ὀνοτάζω· πρβλ. καὶ ὄνειδος).

French (Bailly abrégé)

f. ὀνόσομαι, ao. ὠνοσάμην, ao.2 ὠνάμην, pf. inus.
1 injurier, outrager, acc.;
2 blâmer, reprocher, gourmander ; abs.ὄνοσαι ὅτι ; OD te plains-tu de ce que…? ; ἦ ὀνόσασθ’ ὅτι μοι Ζεὺς ἄλγε’ ἔδωκε ; IL vous plaignez-vous, càd ne trouvez-vous pas suffisant que Zeus m’ait infligé des souffrances ? τινα ou τι, blâmer qqn ou qch.
Étymologie: DELG étym. obscure.