τόνος
τὸ γὰρ ἐμφυὲς οὔτ' αἴθων ἀλώπηξ οὔτ' ἐρίβρομοι λέοντες διαλλάξαιντο ἦθος → the red fox and the roaring lion cannot change the nature born in them
English (LSJ)
ὁ, (τείνω)
A that by which a thing is stretched, or that which can itself be stretched, cord, brace, band, οἱ τ. τῶν κλινέων the cords of beds or chairs, Hdt.9.118, cf. Ar.Eq.532 (anap.), Philippid.12, Michel 832.48 (Samos, iv B.C.); sg., bedcords, Ar.Lys.923; ὠμολίνου μακροὶ τόνοι A.Fr.206; ἐκ τριῶν τ. of three plies or strands, of ropes, X.Cyn.10.2. 2 in animals, τόνοι are sinews or tendons, Hp.Art.11 ( = nerves acc. to Gal.18(1).380):—of pneumogastric nerves, Ruf.Onom.158. 3 in machines, twisted skeins of gut in torsion-engines, Ph.Bel.65.34, al., Hero Bel.83.4, Plu.Marc. 15. b in the γαστραφέτης, = αἱ ἐκ τῶν ἄκρων κάμψεις, Hero Bel. 75.7. c in dockyard equipment, ὑποζωμάτων τέτταρας τόνους ἐγ νεωρίων IG22.1673.12; τ. αἰχμάλωτοι ib.1610.23; τ. αἰχμάλωτος ἀδόκιμος ib.1613.282. 4 row or line of pillars, ib.1668.48. II stretching, tightening, straining, strain, tension, ὁ τ. τῶν ὅπλων Hdt. 7.36; power of contracting muscles, Sor.1.112; τ. καὶ ῥώμη Id.2.48; τὸν τῆς ὁλκῆς τ. ὑπεκλῦσαι diminish the strength of the pull, ib. 61. 2 of sounds, raising of the voice, Aeschin.3.209,210, D.18.280, Phld.Lib.p.19 O., etc.: hence, a pitch of the voice, Pl.R. 617b, Arist.Phgn.807a17, etc.; including volume, τόνοι φωνῆς· ὀξύ, βαρύ, μικρόν, μέγα X.Cyn.6.20; κλαυθμυρίσαι μετὰ τόνου τοῦ προσήκοντος, of a new-born baby, Sor.1.79; τῷ αὐτῷ τ. εἰπεῖν Arist.Rh. 1413b31; ἐν τ. ἀνιεμένοις καὶ βαρέσι Id.Aud.804a26; τὴν φωνὴν καὶ τὸν τ. ἐξάραντα Hieronym. ap. D.H.Isoc.13 (cf. Phld.Rh.1.198 S.); σῴζειν τὸν τ. Longin.9.13: pl., Phld.Rh.1.196S.; of a musical instrument, Plu.2.827b, etc.; diatonic scale, APl.4.220 (Antip.): metaph. of colour, 'values', Plin.HN35.29. b pitch or accent of a word or syllable, Arist.Rh.1403b29, D.T.629.27, A.D.Pron.8.8, al., Gal.16.495 (the meaning of the Adv. τόνῳ mentioned by A.D. Adv.167.2 is not given by him ( = λίαν, Hsch.); τόνῳ, = μετὰ προθυμίας ἰσχυρᾶς, was read by Gal. (16.585) in Hp.Prorrh.1.36 (ξὺν τόνῳ or ξὺν πόνῳ codd.Hp.)). c measure or metre, ἐν ἑξαμέτρῳ τ. Hdt. 1.47,62, 5.60; ἐν τριμέτρῳ τ. Id.1.174. d in Musical writers, key, Aristox.Harm.2p.37M., Plu.2.1134a, 1135a, etc. 3 mental or physical exertion, τ. ἀμφ' ἀρετῆς, i.e. in praising it, Xenoph.1.20; bodily energy, ἰσχὺς καὶ τ. Luc.Anach.25, cf. 27; συστρέψαι τὸν τ. (by massage) Gal.6.91: generally, force, intensity, Plu.Demetr.21, 2.563f, etc.; τ. ὀργῆς Id.Brut.34; τ. πνεύματος Luc.Dem.Enc.7; ὁ τ. τῆς φαρμακείης its efficiency, Hp.Ep.16; τ. δυνάμεων, title of a work by Heras, Gal.13.416; τ. σοφιστικός Eun.VSp.497B. 4 in Stoic Philos., 'tension', force, in Nature and Man, πληγὴ πυρὸς ὁ τόνος ἐστί, κἂν ἱκανὸς ἐν τῇ ψυχῇ γένηται πρὸς τὸ ἐπιτελεῖν τὰ ἐπιβάλλοντα, ἰσχὺς καλεῖται καὶ κράτος Cleanth.Stoic.1.128; ὁ ζωτικὸς τ. Stoic.2.235, Gal.6.321; αἰσθητικὸς τ. Stoic.2.215; συνεκτικὸς τ. the tension which holds the universe together, ib.134. III metaph., tenor of one's way, course, εὐθὺν τ. τρέχειν Pi.O.10(11).64; ἕνα τόνον ἔχειν Plu.Dem.13. IV quarter of a city, IG12(5).872.36, al. (Tenos).
German (Pape)
[Seite 1127] ὁ, 1) das, womit Etwas gespannt, straff angezogen, oder was selbst angespannt werden kann, Strick, Seil, Tau, Her. 7, 36, wie Aesch. frg. 175; Bettgurt, Ar. Equ. 530; τόνοι τῶν κλινέων, Her. 9, 118; οὓς τόνους τε καὶ ὑποζώματα προσαγορεύομεν, Plat. Legg. XII, 945 c; Thiersehne, Flechse, Hippocr. Auch die einzelnen Fäden, aus welchen die Stricke gedreht sind, ἐκ τριῶν τόνων, dreidrähtig, Xen. Cyn. 10, 2. – 2) das Spannen, Anspannen, Anstrengen, ὅπλων, Her. 7, 36, die Anspannung, Anstrengung, bes. der Stimme, τῆς φωνῆς, Dem. 18, 280; πνεύματος, Parm. 1 (IX, 342); dah. – a) der Ton, sowohl von der menschlichen Stimme, als von Instrumenten. – b) der Ton od. die Betonung eines Wortes, der Accent, Gramm. – c) τόνος ἑξάμετρος, das hexametrische Versmaaß, Her. 1, 47. 62. 5, 60; τρίμετρος, der Trimeter, 1, 174. – Uebh. Nachdruck, Kraft, Plut. Demetr. 21; όργῆς, Brut. 34; aber τόνον ἔχειν ἕνα ist = unum tenorem tenere, Dem. 13.
Greek (Liddell-Scott)
τόνος: ὁ, (τείνω) τὸ δι’ οὗ τι τείνεται ἢ τὸ δυνάμενον νὰ ταθῇ, νὰ τεντωθῇ. σχοινίον, δεσμός, ταινία, οἱ τόνοι τῶν κλινέων, τὰ σπαρτία ἢ σχοινία τῶν κλινῶν, Ἡρόδ. 9, 118, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 532, Πλάτ. Νόμ. 945C· καὶ ἐν τῷ ἑνικῷ περιληπτικῶς, αἰσχρὸν γὰρ ἐπὶ τόνου γε Ἀριστοφ. Λυσ. 923· ἄχρηστα παντελῶς τὰ σπαρτία (δηλ. τοῦ δίφρου)· ἕτερον δὲ καινὸν ἐμβαλεῖν τόνον Φιλιππίδ. ἐν «Λακιάδαις» 1· - ἐκ τριῶν τόνων, ἐκ τριῶν σπάγων, κεκλωσμένος ἐκ τριῶν λεπτοτέρων, ἐπὶ σχοινίων, Ξεν. Κυν. 10, 2. 2) ἐπὶ ζῴων, τόνοι, λέγονται οἱ τένοντες, τὰ κοινῶς νεῦρα, Λατ. nervi, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 788, ἴδε Foës. Oecon. 3) ἐπὶ μηχανῶν, σχοινία ἐντείνοντα (πρβλ. ἀντίτονον), Πλουτ. Μάρκ. λλ. 15. ΙΙ. ἔντασις, τέντωμα, ὁ τ. τῶν ὅπλων Ἡρόδ. 7. 36· ἐπὶ τῆς λύρας, Ἀνθολ. Πλαν. 220. 2) ἐπὶ ἤχων, ἔντασις, ὕψωσις τῆς φωνῆς, Αἰσχίν. 83. 5, 84. 7, Δημ. 319. 13, κλπ.· ὅθεν, α) τὸ ὕψος τῆς φωνῆς, Πλάτ. Πολ. 617D, Ἀριστ., κλπ.· τόνοι φωνῆς· ὀξύ, βαρύ, μικρόν, μέγα Ξενοφ. Κυν. 6. 20· τῷ αὐτῷ τ. εἰπεῖν Ἀριστ. Ρητορ. 3. 12, 4· ἐν τόνοις ἀνιεμένοις καὶ βαρέσι ὁ αὐτ. περὶ Ἀκουστ. 65· - ἐπὶ μουσικοῦ ὀργάνου, Πλούτ. 2. 827Β, κλπ.· μεταφ., ἐπὶ χρώματος, αὐτόθι 563Ε, Πλίν. 35, 11. β) ὁ τόνος λέξεως ἢ συλλαβῆς, Γραμμ. γ) μέτρον, ῥυθμός, ἐν ἑξαμέτρῳ τόνῳ Ἡρόδ. 1. 47, 62., 5. 60· ἐν τριμέτρῳ τ. αὐτόθι 174. δ) παρὰ τοῖς μεταγενεστέροις μουσικοῖς τόνοι ἐκαλοῦντο αἱ ἁρμονίαι τοῦ Πλάτ. καὶ Ἀριστ. (πρβλ. ἁρμονία IV. 3), τρόποι ἢ διατονίαι διαφέρουσι κατὰ τὸ ὕψος, Λατ. modi Πλούτ. 2. 1134Α, 1135Α, κλπ. Παρὰ τοῖς παλαιοτάτοις Ἕλλησιν αἱ διατονίαι αὗται ἦσαν τρεῖς κατὰ τὰς διαφόρους διαιρέσεις τοῦ τετραχόρδου, δηλ. Δωρία, Λυδία καὶ Φρυγία. Τούτων ἑκάστη ἦτο κατὰ ἕνα τόνον ὀξυτέρα τῆς προηγουμένης, ὥστε ἡ Δωρία ἦτο ἡ κατωτάτη, ἡ Λυδία ἡ ἀνωτάτη καὶ ἡ Φρυγία ἡ μέση. Ἀλλὰ ὕστερον ἑκάστη τούτων ὑποδιῃρέθη δι’ ἡμιτονίου, ὥστε προσετέθησαν δύο νέοι τρόποι ὁ Ἰωνικὸς μεταξὺ τοῦ Δωρίου καὶ Φρυγίου καὶ ὁ Αἰολικὸς μεταξὺ τοῦ Φρυγίου καὶ τοῦ Λυδίου. Μετὰ ταῦτα ὁ ἀριθμὸς ηὐξήθη ἔτι μᾶλλον καὶ ἐσχηματίσθησαν δύο συστήματα, τὸ μικρότερον ἐξ ἕνδεκα καὶ τὸ μεῖζον ἐκ δεκαπέντε τρόπων, ὧν τὰ ὀνόματα συνετέθησαν ἐκ τῶν πρώτων μνημονευθέντων, ὑπερ- καὶ ὑποδωριστί, κτλ.· ἴδε Böckh de Metr. Pind. σ. 212 κἑξ. 3) ἔντασις δυνάμεως, πνευματικὴ ἢ διανοητικὴ τάσις καὶ ἐνέργεια, Κλεάνθ. παρὰ Πλουτ. 2. 1034D· σωματικὴ ἐνέργεια, ἰσχὺς καὶ τ. Λουκ. Ἀνάχ. 25, πρβλ. 27· τ. πνεύματος ὁ αὐτ. ἐν Δημοσθ. Ἐγκωμ. 7· -καθόλου, δύναμις, ἰσχύς, ἔντασις, ἐπίτασις, Πλουτ. Δημήτρ. 24, κλπ.· τ. ὀργῆς ὁ αὐτ. ἐν Βρούτῳ 34· ὁ τ. τῆς φαρμακείης, τὰ ἀποτελέσματα αὐτῆς, Ἱππ. 1278. 48· - ἐνέργεια τῆς γλώσσης, Διον. Ἁλ. π. Ἰσοκρ. 13, Λογγῖν. 9. 13, κλπ.· δοτ. τόνῳ κεῖται ὡς ἐπίρρ., μετ’ ἐμφάσεως, Α. Β. 578. ΙΙΙ. μεταφ., ἡ τάσις ἢ διεύθυνσις ἣν ἀκολουθεῖ τις, εὐθὺν τόνον τρέχειν Πινδ. Ο. 10 (11). 76· τόνον ἔχειν ἕνα, ὡς τὸ Λατ. unum tenorem tenere, Πλουτ. Δημοσθ. 13.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
I. tout ligament tendu ou pouvant se tendre, particul. :
1 corde, cordage, câble;
2 sangle de lit;
3 cordage pour le jeu d’une machine;
4 fil tordu pour les mailles d’un filet;
5 muscle, tendon;
II. action de tendre :
1 tension (des cordes de la lyre, d’armes, etc.) ; τόνος πληγῆς PLUT application d’un coup, coup asséné ; fig. tension des ressorts de l’âme ; contention de l’esprit ; teneur (d’une course, d’un effort, etc.);
2 intensité, force, vigueur, énergie;
3 en parl. de la voix ton (aigu, grave, etc.) ; fig. en parl. de couleur ton, nuance;
4 t. de métr. rythme, mesure d’un vers ; ἑξάμετρος HDT rythme de six mesures, vers hexamètre;
5 t. de gramm. accentuation, accent tonique.
Étymologie: τείνω.