ἕζομαι

From LSJ
Revision as of 15:26, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἕζομαι Medium diacritics: ἕζομαι Low diacritics: έζομαι Capitals: ΕΖΟΜΑΙ
Transliteration A: hézomai Transliteration B: hezomai Transliteration C: ezomai Beta Code: e(/zomai

English (LSJ)

imper.

   A ἕζευ Il.24.522: impf. and aor. 2 ἑζόμην: aor. 1 Pass. ἕσθην, only ἦ 'σθῶ; S.OC195 (s.v.l.):—seat oneself, sit, in Hom. only pres. and impf., εἰνὶ θρόνῳ Il.15.150; ἐς θρόνους Od.4.51; ἐπὶ δίφρῳ Il.6.354; κατὰ κλισμούς Od.3.389; ποτὶ βωμόν 22.379; ἐπὶ βάθρον S.OC100, cf. Ar.Ra.682 (s. v.l.); ἕ. ἐς Κολοφῶνα Mimn.9; ἀμφὶ κλάδοις E.Ph.1516 (anap.): c. acc. only, τόδ' ἕζετο μαντεῖον A. Eu.3; εἰρεσίας ζυγὸν ἑζόμενον S.Aj.249 (lyr.); ἐπὶ χθονὶ . . ἑζέσθην they sank to the earth, of a pair of scales, Il.8.74; once in Hdt., ἐκ τοῦ μέσου ἡμῖν ἕζεσθε 8.22, and in late Prose, J.AJ18.6.6, Luc.Syr. D.31, Astr.10; in Att. Prose καθέζομαι was always used.    2 crouch, in a posture of defence, Il.22.275, Od.14.31.    3 sink to the ground, collapse, Il.13.653, 14.495.    II Act., ἕζω set, place, is not found: for εἷσα, εἱσάμην, εἵσομαι, εἷμαι, v. ἵζω. (Cf. ἕδος.)

German (Pape)

[Seite 717] s. ἕδω.

Greek (Liddell-Scott)

ἕζομαι: παρατ. καὶ ἀόρ. β΄ ἑζόμην: ὁ παθ. ἀόρ. ἕσθην (ἀναγινωσκόμενος ἐν Σοφ. Ο. Κ. 195) δὲν εἶναι Ἀττικ., ἴδε Λουκ. Σολοικ. 11, Φρύν. 269, καὶ σημ. Jebb ἐν τόπῳ, προσέτι καὶ τὸ ῥῆμα καθέζομαι. (Ἐκ τῆς PΕΔ παράγονται ὡσαύτως ἵζω, εἷσᾱ, ἕδος, ἕδρα, ἱδρύω, (παρβλ σέδας = καθέδρας Ἡσύχ.)· πρβλ. Σανσκρ. sad, sid-âmi (sido, sedeo) sâd-ayâmi (colloco), sa-as, (sedes) Λατ. sed-eo, sed-o, sol-ium· Γοτθ. sit-a Παλ. Ὑψηλ. Γερμ. sitz-u (sitzen), sat-al, (sedile, settle, saddle): πρβλ. ἧμαι). Καθίζω ἐμαυτόν, καθέζομαι, Ὁμ., ὅστις ὅμως μεταχειρίζεται μόνο ἐνεστ. καὶ παρατ., τὸ πλεῖστον μετὰ τῆς προθέσεως ἐν, ὡς ἕζεσθαι ἐν λέκτρῳ, κτλ.· ἐπὶ δίφρῳ, ἱλ. Ζ. 354· κατὰ κλισμοὺς Ὀδ. Γ. 389· ποτὶ βωμὸν Χ. 335, 379· ἐπὶ βάθρον Σοφ. Ο. Κ. 100, πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 682· σπανίως ἕζ. εἰς τόπον Μίμνερμ. 9· ἀμφί τινι Εὐρ. Φοίν. 1516· - ὡσαύτως μετ’ αἰτ. μόνον, τόδ’ ἕζετο μαντεῖον Αἰσχύλ. Εὐμ. 3· εἰρεσίας ζυγὸν ἑζόμενος Σοφ. Αἴ. 249 (ἴδε καθίζω ΙΙ): - ἐπὶ χθονί… ἑζέσθην, κατέβησαν πρὸς τὴν γῆν, ἐκάθισαν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἄερθεν ἤρθησαν, ἐπὶ πλαστίγγων, Ἰλ. Θ. 71: - ἅπαξ παρ’ Ἡροδ. 8. 22 (ἐκ τοῦ μέσου ἡμῖν ἕζεσθε), καὶ παρὰ τοῖς μεταγεν. πεζολόγοις· ἀλλ’ ἐν τῷ Ἀττ. πεζῷ λόγῳ τὸ καθέζομαι ἦν ἀεὶ ἐν χρήσει. ΙΙ. Δὲν ὑπάρχει ἐνεργητικὸς τύπος ἕζω, καθίζω, τοποθετῶ, θέτω, ἂν καὶ ὡς εἰ ἐξ αὐτοῦ ἔχομεν τοὺς μεταβατ. τύπους εἷσα, μέσ. εἱσάμην, μέσ. μέλλ. εἵσομαι, παθ. πρκμ. εἷμαι, (ἴδε εἷσα): - τὸ μεταβατικὸν ῥῆμα εἶναι ἵζω, ἢ ἱδρύω.

French (Bailly abrégé)

v. *ἕζω.

English (Autenrieth)

(root ἑδ), 2 sing. ἕζεαι, imp. ἕζεο, ἕζευ, ipf. ἑζόμην: sit down, take a seat; in dodging a spear, Il. 22.275; fig., of the sinking of the scale, κῆρες ἐπὶ χθονὶ ἑζέσθην, Il. 8.74.