θρασύς

From LSJ
Revision as of 15:27, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

ἐν δὲ τοῖς φυσικοῖς ἀεὶ οὕτως, ἂν μή τι ἐμποδίσῃ → in natural products the sequence is invariable, if there is no impediment | now with that which is natural it is always thus if there is no impediment

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρᾰσύς Medium diacritics: θρασύς Low diacritics: θρασύς Capitals: ΘΡΑΣΥΣ
Transliteration A: thrasýs Transliteration B: thrasys Transliteration C: thrasys Beta Code: qrasu/s

English (LSJ)

εῖα, ύ, fem. θρασέα, metri gr., Philem.20 (s.v.l.):—

   A bold, chiefly of persons, Il.8.89, etc.; also θ. πόλεμος 6.254, 10.28, Od.4.146; θρασειάων ἀπὸ χειρῶν 5.434, Il.17.662, al.; θ. καρδία Pi.P.10.44; πούς Ar.Ra.330(lyr.); ἐν τῷ ἔργῳ ἔργῳ θρασύς Hdt.7.49; ἡ ἐλπὶς θρασεῖα τοῦ μέλλοντος full of confidence, Th.7.77; θρασὺς τὸ ἦθος Arist.Pol.1315a11.    2 more freq. in bad sense, over-bold, rash, σὺν δ' ὁ θ. εἵπετ' Ὀδυσσεύς Od.10.436 (Sch. προπετής) ; Γοργόνες Pi.P.12.7; audacious, arrogant, insolent, A.Pr.180 (lyr.), Ar.Nu.445 (anap.), etc.; Ἄρης . . πρὸς ἀλλήλους θ., of civil war, A.Eu.863; γλώσσῃ θ. S.Aj.1142; ἐν τοῖς λόγοις Id.Ph.1307; ἐπὶ τῶν λόγων D.Prooem.32; ἀνομίᾳ θ. E.IT 275; πονηρὸς εἶ καὶ θ. Ar.Eq.181; θρασεῖς καὶ ἄδικοι καὶ ὑβρισταί Pl.Lg. 630b; ἀλαζὼν ὁ θ. καὶ προσποιητικὸς ἀνδρείας Arist.EN1115b29; [ὅμοιόν τι ἔχει] ὁ θ. τῷ θαρραλέῳ ib.1151b7; τὸ μὴ θ. modesty, A.Supp.197: Comp. -ύτερος Pl.La.184b, Phld.Lib.p.61 O.: Sup. -ύτατος Isoc.12.133, etc.    II of things, to be ventured, c. inf., θρασύ μοι τόδ' εἰπεῖν this I am bold to say, Pi.N.7.50; οὐκ ἆρ' ἐκείνῳ γ' οὐδὲ προσμεῖξαι θρασύ; S.Ph.106.    III Adv. -έως Ar.V.1031, etc.: Aeol. θροσέως Jo.Gramm. Comp.2.1: Comp. θρασύτερον too boldly, Th.8.103; -τέρως Phalar.Ep.34: Sup. θρασύτατα Th.8.84 and (with v.l. -άτως) D.S.17.44: neut. as Adv., ἀναιδὲς καὶ θρασὺ βλέπειν Cratin.24 D. (I.-E. dhers- in θέρσος (older than θάρσος and θράσος), dhṛs- in θρασύς, Skt. dhṛ[snull ]ṇú- 'bold', cf. Engl. dare, durst.)

German (Pape)

[Seite 1216] εῖα, ύ, fem. θρασέα Philem. in B. A. 99, 24, kühn, tapfer; bei Hom. Beiwort mehrerer Helden, wie Hektor, Il. 8, 89; θρασὺς πόλεμος 6, 254. 10, 28 Od. 4, 146; θρασειάων ἀπὸ χειρῶν Il. 17, 662, öfter; σθένος, καρδία, Pind. N. 5, 39 P. 10, 44; ἔργα N. 10, 3; κύνες I. 1, 13; ἐλπίς Thuc. 7, 77; ἐν τῷ ἔργῳ θρ. Her. 7, 49; Aesch. Ἄρη ἐμφύλιόν τε καὶ πρὸς ἀλλήλους θρασύν, Eum. 825, öfter; im tadelnden Sinne, wie öfter bei den Folgdn, frech, φθογγῇ δ' ἑπέσθω πρῶτα μὲν τὸ μὴ θρασύ Suppl. 194; ἄνδρα γλώσσῃ θρασύν Soph. Ai. 1121; ἔν τινι 1294; κακοὺς ὄντας πρὸς αἰχμήν, ἐν δὲ τοῖς λόγοις θρασεῖς Phil. 1291, öfter, vgl. El. 511. 1438; Phil. 106 οὐκ ἆρ' ἐκείνῳ γ' οὐδὲ προσμῖξαι θρασύ, gefahrlos, sicher; μάταιος, ἀνομίᾳ θρασύς Eur. I. T. 275; Ar. Equ. 181 πονηρὸς εἶ καὶ θρασύς; Plat. vrbdí οἱ θρασεῖς καὶ οἱ μαινόμενοι, Prot. 360 b, u. θρ. καὶ ἄδικοι καὶ ὑβρισταί, Legg. I, 630 b; vgl. noch Lach. 197 b, wo es neben ἀνδρεῖος steht; noch mehr tadelnd, neben φθορεὺς τῶν νέων, D. L. 4, 40; Arist. eth. 2, 7 erkl. ὁ ἐν τῷ θαῤῥεῖν ὑπερβεβηκώς. Vgl. übrigens θράσος. – Adv., θρασέως Ar. Vesp. 1031, θρασύτερον Thuc. 8, 103, θρασύτατα D. Sic. 17, 44.

Greek (Liddell-Scott)

θρᾰσύς: -εῖα, ύ θηλ. θρασέα χάριν τοῦ μέτρου, Φιλήμ. Γάμ. 4∙ (ἴδε ἐν τέλ.)∙ - θαρραλέος, τολμηρός, γενναῖος, Λατιν. audax, Ὁμηρικὸν ἐπίθετον τοῦ Ἕκτορος, Ἰλ. Θ. 89. κτλ.∙ τοῦ Ὀδυσσέως (κατωτ. 2)∙ τοῦ Λαογόνου, ΙΙ. 604∙ ὡσαύτως, θρ. πόλεμος Ζ. 254, Κ. 28, Ὀδ. Δ. 146∙ θρασειάων ἀπὸ χειρῶν Ε. 434, Ἰλ. Ρ. 662, κ. ἀλλ.∙ θρ. καρδία Πίνδ. Π. 10. 69∙ ποὺς Ἀριστοφ. Βατρ. 330∙ ἐν τῷ ἔργῳ θρασὺς Ἡρόδ. 7. 49∙ θρ. τόξοισι Αἰσχύλ. Πρ. 871∙ ἡ ἐλπὶς θρασεῖα τοῦ μέλλοντος, πεποιθήσεως πλήρης, Θουκ. 7. 77∙ θρασὺς τὸ ἦθος Ἀριστ. Πολιτικ. 11. 27. 2) τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὑπὲρ τὸ δέον τολμηρός, ὁρμητικός, ῥιψοκίνδυνος, Λατ. audax, σὺν δ’ ὁ θρασὺς εἵπετ’ Ὀδυσσεὺς Ὀδ. Κ. 436 (Σχολ. προπετής)∙ Γοργόνες Πίνδ. Π. 12. 13∙ - οὕτω κατὰ τὸ πλεῖστον παρ’ Ἀττ., τολμηρός, αὐθάδης, ἀλαζών, Αἰσχύλ. Πρ. 178∙ Ἄρης... πρὸς ἀλλήλους θρ., ἐπὶ ἐμφυλίου πολέμου, ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 863∙ γλώσσῃ θρασὺς Σοφ. Αἴ. 1142∙ ἐν τοῖς λόγοις ὁ αὐτ. ἐν Θιλ. 1307∙ ἐπὶ τῶν λόγων Δημ. 1411. 19∙ ἀνομίᾳ θρασὺς Εὐρ. Ι. Τ. 275∙ πονηρὸς εἶ καὶ θρ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 181∙ θρασεῖς καὶ ἄδικοι καὶ ὑβρισταὶ Πλάτ. Νόμ. 630Β∙ ὁ θρ. ἀλαζὼν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 7, 8∙ ὅμοιόν τι ἔχει.. ὁ θρ. τῷ θαρραλέῳ αὐτόθι 7. 9. 2∙ - τὸ μὴ θρασύ, ἡ μετριοφροσύνη, Αἰσχύλ. Ἱκ. 197. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, πρᾶγμα τὸ ὁποῖον τολμᾷ τις, μετ’ ἀπαρ., θρασύ μοι τόδ’ εἰπεῖν, τολμῶ νὰ εἴπω τοῦτο, Πίνδ. Ν. 7. 74∙ οὐκ ἆρ’ ἐκείνῳ προσμῖξαι θρασύ; Σοφ. Φιλ. 106. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. - έως∙ Συγκρ. θρασύτερον, ὑπὲρ τὸ δέον θρασέως, Θουκ. 8. 103∙ Ὑπερθετ. θρασύτατα (ἢ -άτως), Διόδ. 17. 44. (Ἐκ τῆς √ΘΑΡΣ ἢ ΘΡΑΣ παράγονται τὰ θάρσος, θαρσέω, θράσος, θαρσύνω, κτλ., καὶ ἴσως τὸ θερσίτης∙ πρβλ. Σανσκ. darsh, darshnômi (audeo), darshtas (audax)∙ Γοθ. ga-daursan (θαρρεῖν)∙ Ἀγγλο-Σαξον. dear (Ἀγγλ. dare)∙ Ἀρχ. Γερμ. gi-tar (τολμῶ)).

French (Bailly abrégé)

εῖα, ύ;
I. en b. part :
1 hardi, résolu, courageux : πόλεμος θρασύς IL combat hardi ; θρασεῖαι χεῖρες IL mains hardies ; ἐν τῷ ἔργῳ θρασύς HDT hardi dans son entreprise;
2 simpl. confiant : ἐλπὶς θρασεῖα τοῦ μέλλοντος THC espérance confiante dans l’avenir ; qui inspire la confiance : οὐκ ἆρ’ ἐκείνῳ γ’ οὐδὲ προσμίξαι θρασύ ; SOPH n’est-il donc pas sûr de l’aborder ?;
II. en mauv. part :
1 audacieux, arrogant, effronté;
2 aventureux;
Cp. θρασύτερος.
Étymologie: θάρσος.

English (Autenrieth)

εῖα, ύ: bold, daring, confident.