περιγίγνομαι
English (LSJ)
Ion. and later περιβωμ-γίνομαι [γῑ], fut.
A -γενήσομαι Th.4.27, etc.: aor. -εγενόμην Hdt.1.122, etc.: pf. -γέγονα ib.82, etc.; -γεγένημαι Th.1.69, etc.:—to be superior to others, prevail over, overcome : Constr. in full, c. gen. pers. et dat. rei, μήτι δ' ἡνίοχος περιγίγνεται ἡνιόχοιο 11.23.318; ὅσσον περιγιγνόμεθ' ἄλλων πύξ τε παλαισμοσύνῃ τε Od.8.102, cf. 252 ; πολυτροπίῃ τινὸς π. Hdt.2.121.έ, cf. Th.1.55, Pl.Ap.22c ; τάχει τοσοῦτον π. τινός X.Cyr.3.1.19 ; τῶν χρημάτων τῶν ἐν Δελφοῖς π. ταῖς ἐκ τῶν ἰδίων δαπάναις Isoc.5.54 : c.acc. rei, δσα . . περιγένοιντο ἐμοῦ D.18.236 ; τὰ Ὀλύμπια π. Plu.2.242b : c. gen. pers. only, Hdt.1.207, Ar.V.604 ; π. καὶ πλεονεκτεῖν τῶν ἐχθρῶν Pl. R.362b, etc.: c. acc. pers. (in an anacoluthon), κατὰ τὸ ἰσχυρὸν Ἕλληνας ὁμοφρονέοντας χαλεπὰ εἶναι π. Hdt.9.2 : abs., to be superior, prevail, Id.1.214, Th.4.27, etc.; π. τῇ συμβολῇ, τῷ πλῷ, Hdt.6.109, Th.8.104 ; π. πρός τινας, πρὸς τὰ ἀντιτεταγμένα, Id.1.69,5.111. 2 of things, ἤν τι περιγίγνηται αὐτοῖς τοῦ πολέμου if they gain any advantage in the war, Id.6.8 ; π. ὑμῖν πλῆθος νεῶν you have a superiority in number of ships, Id.2.87 ; π. ἡμῖν μὴ προκάμνειν we have the advantage in not... ib.39. II live over, survive, escape, Hdt.1.82,122, Th.4.27, etc.; οἱ περιγενόμενοι the survivors, Hdt.5.64, etc.: c. gen. rei, περιεγένετο τούτον τοῦ πάθεος he survived, escaped from this disaster, ib.46 ; τῆς δίκης π. Pl.Lg.905a ; ἐκ τῶν μεγίστων π. Th.2.49. 2 of things, remain over and above, opp. ἐπιλείπειν, Ar.Pl.554, cf. Lys. 30.20 ; περιγενόμενον ἐκ τοῦ προτέρου ἐνιαυτοῦ IG12.352.10 ; τάλαντα ἃ περιεγένοντο τῶν φόρων which remained from the tribute, the surplus, X.HG2.3.8 ; τὸ περιγιγνόμενον τῶν πόρων ἀργύριον Isoc.8.82, cf. Pl. Lg.742b, PRev.Laws 19.8(iii B.C.), etc.; τὰ περιγινόμενα the revenues, Arr.An.7.17.4. 3 of things, to be left over : hence, to be a result or consequence, ἐκ τῶν μεγίστων κινδύνων καὶ πόλει καὶ ἰδιώτῃ μέγισται τιμαὶ π. Th.1.144 ; ἀμαχητὶ π. τινί τι Id.4.73 ; ἡ ἠθικὴ ἐξ ἔθους π. Arist. EN1103a17 ; τί αὐτῷ περιγέγονεν ἐκ τῆς φιλοσοφίας ; D.L.2.68 ; περιεγένετο ὥστε καλῶς ἔχειν X.An.5.8.26 ; τούτου μόνου περιγίγνεσθαι μέλλοντος, παθεῖν τι κακόν D.3.12 ; ἐκ τούτων περιγίγνεταί τι the upshot of the matter is... Id.8.53 ; τοῖς μὲν . . πεισθεῖσιν ἡ σωτηρία περιεγένετο to those who complied safety was the result, Id.18.80 ; περίεστι δέ μοι τοιαῦτα οἷα τοῖς κακόν τι νοοῦσιν ὑμῖν περιγένοιτο that is what I have got by the business, and I hope that your enemies may get the like, Id.Ep.3.36 ; ἀηδὴς δόξα τῇ πόλει παρὰ τοῖς πολλοῖς π. Id.Prooem. 23 ; ἡ ἐκ τῆς πραγματικῆς ἱστορίας περιγινομένη ἐμπειρία Plb.1.35.9.
German (Pape)
[Seite 571] ion. u. spätere Form -γίνομαι (s. γίγνομαι), – 1) darüber werden, -kommen, überlegen sein, τινός, Einem, ὅσσον περιγιγνόμεθ' ἄλλων, Od. 8, 102; u. mit dem dat. der Sache, μήτι, an Klugheit, ἡνίοχος περιγίγνεται ἡνιόχοιο, Il. 23, 318; absolut, Her. 1, 214. 6, 109; π ολυτροπίῃ τοῦ βασιλῆος περιγενέσθαι, 2, 121, 5, wie 1, 207 u. sonst; auch c. acc. der Person, τοὺς Ἕλληνας, 9, 2, zw.; περιγενόμενοι τῇ μάχῃ, Thuc. 8, 16; Plat. vrbdt περιγίγνεσθαι καὶ πλεονεκτεῖν τῶν ἐχθρῶν, Rep. II, 362 b; τινός, Prot. 343 c; τῷ πολέμῳ, Menez. 242 e; τάχει τοσοῦτον περιεγένου αὐτοῦ, Xen. Cyr. 3, 1, 19 u. öfter; Pol. u. a. Sp. – 2) übrigseinod. blei den, am Leben bleiben, überleben; absolut, Her. 1, 122; συλλαβὼν τῆς στρατιῆς τοὺς περιγινομένο υς, 5, 46; auch αἱ νῆες περιεγεγόνεσαν, 8, 93, die Schiffe waren übrig geblieben, gerettet; u. c. gen., περιεγένετο τούτο υ τοῦ πάθεος, er überlebte, rettete sich aus dieser Niederlage, 5, 46; συγκατοικίσαι δὲ καὶ Λεοντίνους, ἤν τι περιγίγνηται αὐτοῖς τοῦ πολέμο υ, Thuc. 6, 8; ἐκ τῶν μεγίστων, 2, 49; ἐὰν περιγίγνηταί τις τῶν υἱέων αὐτῷ, Plat. Legg. XI, 923 c; τῆς δίκης, davonkommen, Legg. X, 905 a; dah. als Ergebniß wovon übrig bleiben, τὰ περιγιγνόμενα τῇ πόλει ἀπονέμων, Legg. V, 745 a; περιεγένετο, ὥςτε καλῶς ἔχειν, es kam dahin, hatte solchen Ausgang, lief Alles gut ab, Xen. An. 5, 8, 26; vgl. περιγίγνεται ἡμῖν τοῖς μέλλουσιν ἀλγεινοῖς μὴ προκάμνειν, Thuc. 2, 39; ἡ ἐκ τῆς ἱστορίας περιγιγνομένη ἐμπειρία, die sich aus der Geschichte ergiebt, Pol. 1, 35, 9; ἐκ φιλοσοφίας ἔφησεν αὑτῷ περιγεγονέναι τὸ μηδὲν θα υμάζειν, Plut. de audit. 8 A.; τὰ ἐκ τῆς ἀναιο χυντίας περιγιγνόμενα, Luc. Pseudol. 30.
Greek (Liddell-Scott)
περιγίγνομαι: Ἰων. καὶ μεταγεν. –γίνομαι [ῑ]· μέλλ. –γενήσομαι· ἀόρ. –εγενόμην· πρκμ. –γέγονα. Ὑπερέχω, ὑπερισχύω, νικῶ, ὑπερτερῶ. ― Πλήρης αὐτοῦ σύνταξις εἶναι ἡ μετὰ γεν. προσ. καὶ δοτ. πραγμ., μήτι δ’ ἡνίοχος περιγίγνεται ἡνιόχοιο Ἰλ. Ψ. 318· ὅσσον περιγιγνόμεθ’ ἄλλων πύξ τε παλαισμοσύνῃ τε Ὀδ. Θ. 102, πρβλ. 252· π. τινος πολυτροπίῃ Ἡρόδ. 2. 121, 5, πρβλ. Θουκ. 1. 55· τοσοῦτον π. τινος τάχει Ξεν. Κύρ. 3. 1, 19· τῶν χρημάτων τῶν ἐν Δελφοῖς π. ταῖς ἐν τῶν ἰδίων δαπάναις Ἰσοκρ. 93Β· ― ὡσαύτως μετ’ αἰτ. πράγμ., ὅσα... περιγίγνοιντο ἐμοῦ Δημ. 306. 10· π. τὰ Ὀλύμπια Πλούτ. 2. 242Α· ― μόνον μετὰ γεν. προσ., Ἡρόδ. 1. 207, Ἀριστοφ. Σφ. 604, Πλάτ., κλ.· ― παρ’ Ἡροδ. 9. 2, μετ’ αἰτ. προσ., κατὰ τὸ ἰσχυρὸν Ἕλληνας... π., ἴδε Schweigh· ― ἀπολ., εἶμαι ὑπέρτερος, ἐπικρατῶ, Ἡρόδ. 6. 109, Θουκ. 8. 104· ― π. πρός τινα ἢ πρός τι Θουκ. 1. 69., 5. 111. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ἤν τι περιγένηταί σφι τοῦ πολέμου, ἐὰν λάβωσιν οἱανδήποτε ὠφέλειαν ἐκ τοῦ πολέμου, ὁ αὐτ. 6. 8· περιγίγνεται ὑμῖν πλῆθος νεῶν, ὑπερέχετε κατὰ τὸν ἀριθμὸν τῶν πλοίων, 2. 87· π. ἡμῖν τὸ μὴ προκάμνειν, ἔχομεν τὸ πλεονέκτημα νὰ μὴ κουραζώμεθα προηγουμένως, δηλ. πρὶν ἔλθωμεν εἰς τὰ δεινά..., 2. 39· ― ἡ σημασία αὕτη προσεγγίζει πολὺ πρὸς τὴν ΙΙ. 3, ἴδε Arnold εἰς 2. 39. ΙΙ. ἐπιζῶ, διασώζομαι, διαφεύγω, Λατ. salvus evadere, Ἡρόδ. 1. 82, 122, κτλ., Θουκ. 4. 27, κτλ.· οἱ περιγενόμενοι, οἱ ἐπιζήσαντες, Ἡρόδ. 5. 64, κτλ.· ὡσαύτως μετὰ γεν. πράγμ., περιεγένετο τούτου τοῦ πάθεος, ἐπέζησε, διέφυγε τοῦτον τὸν ὄλεθρον, αὐτόθι 46· π. τῆς δίκης Πλάτ. Νόμ. 905Α· οὕτω, π. ἐκ τῶν μεγίστων Θουκ. 2. 49. 2) ἐπὶ πραγμάτων, περισσεύω, Ἀριστοφ. Πλοῦτ. 554, Λυσίας 185. 9· τάλαντα ἃ περιεγένοντο τῶν φόρων, τὸ ὑπόλοιπον ἐκ τοῦ φόρου, τὸ περίσσευμα, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 8· τὸ περιγιγνόμενον ἐκ τῶν φόρων ἀργύριον Ἰσοκρ. 175Β, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 742Β· τὰ περιγινόμενα, τὰ εἰσοδήματα, Ἀρρ. Ἀνάβ. 7. 17, 4. 3) ἐπὶ πραγμάτων ὡσαύτως, μένω ὡς κέρδος ἢ ὡς ἀποτέλεσμα, ἐκ τῶν μεγίστων κινδύνων καὶ πόλει καὶ ἰδιώτῃ μέγισται τιμαὶ π. Θουκ. 1. 144· ἀμαχεὶ π. τινί τι ὁ αὐτ. 4. 73· τί αὐτῷ περιγέγονεν ἐκ τῆς φιλοσοφίας ; Ἀρίστιππ. παρὰ Διογ. Λ. 2. 68· περιεγένετο ὥστε καλῶς ἔχειν Ξεν. Ἀν. 5. 8, 26· τούτου... περιγίγνεσθαι μέλλοντος, παθεῖν τι κακὸν Δημ. 31. 24· ἐκ τούτων περιγίγνεταί τι ὁ αὐτ. 102 ἐν τέλ.· τοῖς μὲν... πεισθεῖσιν ἡ σωτηρία περιεγένετο, εἰς τοὺς πεισθέντας ἡ σωτηρία ἧτο τὸ ἀποτέλεσμα, 252. 12· περίεστι δέ μοι ταῦτα οἷα τοῖς κακόν τι νοοῦσιν ὑμῖν περιγένοιτο 1483. 18· ἀηδὴς δόξα τῇ πόλει παρὰ τοῖς πολλοῖς π. 1433. 24. ― Πρβλ. περίειμι ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τέλους.
French (Bailly abrégé)
f. περιγενήσομαι, ao.2 περιεγενόμην, pf. περιγέγονα;
I. devenir maître de, surpasser, être supérieur : τινός, à qqn ; τινι en qch ; τινός τινι à qqn en qch ; avec une prép. πρὸς τοὺς Ἀθηναίους πολλὰ τοῖς ἁμαρτήμασιν αὐτῶν μᾶλλον περιγεγενημένοι THC supérieurs aux Athéniens bien plus par les fautes que ceux-ci avaient commises que… ; abs. être supérieur, l’emporter : τινι en qch ; τὰ Ὀλύμπια περιγινόμενος PLUT vainqueur aux jeux Olympiques;
II. rester :
1 être de reste en parl. d’argent, de ressources;
2 rester, être sauvé, survivre : περιγίγνεσθαι τούτου τοῦ πάθους HDT (parvenir à) se sauver de ce désastre ; avec une prép. : ἐκ τῶν μεγίστων (κακῶν) THC échapper aux plus grandes calamités;
3 rester comme résultat, provenir de : ἐκ τῶν μεγίστων κινδύνων μέγισται τιμαὶ περιγίγνονται πόλει THC des plus grands périls naissent pour une cité les plus grands honneurs ; avec un inf. : περιγίγνεται ἡμῖν THC cela a pour nous ce résultat que ; περιεγένετο ὥστε, avec l’inf. XÉN le résultat fut que.
Étymologie: περί, γίγνομαι.