μέλαθρον

From LSJ
Revision as of 12:19, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (sl1)

Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salusBane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus

Menander, Monostichoi, 85
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μέλαθρον Medium diacritics: μέλαθρον Low diacritics: μέλαθρον Capitals: ΜΕΛΑΘΡΟΝ
Transliteration A: mélathron Transliteration B: melathron Transliteration C: melathron Beta Code: me/laqron

English (LSJ)

τό, Ep. gen. sg.

   A μελαθρόφιν Od.8.279:—roof-tree, ridgepole, μελαθρόφιν ἐξεκέχυντο l.c., cf. 11.278, h.Ven.173, IG11(2).161A 105 (Delos, iii B. C.), 199A113 (ibid., pl.); ἐπὶ προὔχοντι μελάθρῳ Od. 19.544: generally, beam, LXX 3 Ki.7.9(20); τὰ μ. τῶν θυρίδων PRyl. 233.5 (ii A. D.).    2 roof, Il.2.414, Od.18.150.    II house, κυπαρίσσινον μ. Pi.P.5.40; οὐράνιον μ., of heaven, E.Hec.1101 (lyr.): mostly in pl., Alc.Supp.19.2, etc.; μ. ἐν βασιλείοις in the king's halls, A.Ch.343 (anap.), etc.; ἐς δόμων μ. Id.Ag.957; of a cave used as a dwelling, S.Ph.147, E.Cyc.491 (both anap.).    2 lair of an animal, Opp.C.2.307.    3 cage, ib.4.107,423. (Acc. to EM576.16 from μελαίνω, cf. καπνοδόκη; it is doubtful whether κμέλεθρον is cogn.)

German (Pape)

[Seite 118] τό, die Stubendecke, bes. der große Querbalken, welcher die Decke trägt, πολλὰ δὲ καὶ καθύπερθε μελαθρόφιν ἐξεκέχυντο Od. 8, 279, ἁψαμένη βρόχον αἰπὺν ἀφ' ὑψηλοῖο μελάθρου 11, 278, H. h. Cer. 188. Auch das Dachgebälk, Dachgesims, Od. 19, 544 ἐπὶ προὔχοντι μελάθρῳ. – Dach, ἐπεί κε μέλαθρον ὑπέλθῃ Od. 18, 150, vgl. Il. 2, 414. 9, 204. 640; gew. übh. Haus, Wohnung, κυπαρίσσινον, Pind. P. 5, 40, u. so immer bei den Tragg., ἐς μέλαθρα καὶ δόμους ἐφεστίους ἐλθών Aesch. Ag. 825, μελάθροις ἐν βασιλείοις Ch. 339. 1061; bei Soph. Phil. 147, τῶνδ' ἐκ μελάθρων, die Höhle des Philoktet bezeichnend; ὑψιπετὲς εἰς μέλαθρον Eur. Hec. 1101, u. öfter im plur., bes. von Häusern der Fürsten, wie auch bei sp. D., z. B. Ap. Rh. 3, 789. Nach E. M. von μελαίνω, weil in der Decke das Loch zum Rauchfang angebracht war.

Greek (Liddell-Scott)

μέλαθρον: τό, Ἐπκ. γεν. μελαθρόφιν, Ὀδ. Θ. 279· ― ἡ ὀροφή, ἡ ἐσωτερικὴ ὄψις τῆς στέγης ἢ (μάλλον) ἡ κυρία δοκὸς ἡ ὑποβαστάζουσα τὴν ὀροφήν, Θ. 279, Λ. 278, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 174· ἀλλ’ ἐν Ὀδ. Τ. 544, ἔνθα ὁ ἀετὸς κάθηται ἐπὶ προὔχοντι μελάθρῳ, πρέπει νὰ σημαίνῃ τὸ ἄκρον τῆς δοκοῦ ταύτης προεχούσης ἔξω τῆς οἰκίας. 2) καθόλου, στέγη, ὀροφή, Ἰλ. Β. 414, Ὀδ. Σ. 150. ΙΙ. οἰκία, κατοικία, κυπαρίσσινον μ. Πινδ. Π. 5. 52· μ. οὐράνιον, ἐπὶ τοῦ οὐρανοῦ, Εὐρ. Ἑκ. 1100. ― ἀλλ’ ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., ὡς τὸ Λατ. tecta, Τραγ.: μ. ἐν βασιλείοις, ἐν ταῖς βασιλικαῖς αἰθούσαις, Αἰσχύλ. Χο. 343· κτλ.· ἐς δόμων μέλαθρα, τὸ τοῦ Οὐεργιλίου, tecta domorum, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 957· ἐπὶ σπηλαίου χρησιμεύοντος, πρὸς κατοικίαν, Σοφ. Φ. 147, Εὐρ. Κύκλ. 491. (Κατὰ τὸν Μέγ. Ἐτυμ. ἐκ τοῦ μελαίνω, πρβλ. καπνοδόκη παρ’ Ἡροδ. 1. 137. Ἀλλ’ ὁ τύπος κμέλεθρον (Πάμφιλος ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμ. 521. 29) μνημονεύεται ὡς = τῷ δοκός, τοῦτο δὲ δεικνύει σχέσιν πρὸς τὸ καμάρα, Κούρτ. ἀρ. 31a).

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
I. grosse poutre qui soutient un toit ; p. ext.
1 rebord d’un toit;
2 toit, plafond;
3 maison, demeure ; μέλαθρον οὐράνιον EUR la demeure céleste;
II. sorte de plante;
III. pudenda muliebria.
Étymologie: probabl. p. *κμέλαθρον, cf. κμέλεθρον, apparenté à καμάρα ; étym. pop. de μέλας, litt. « noirci par la fumée ».

English (Autenrieth)

μελαθρόφι: beam, crossbeam of a house, supporting rafters and roof; these beams passed through the wall and projected externally, hence ἐπὶ προὔχοντι μελάθρῳ, Od. 19.544; then roof (tectum), and in wider sense dwelling, mansion, Il. 9.640.

English (Slater)

μέλαθρον
   1chamber σφ (= χεριαρᾶν τεκτόνων δαίδαλα) ἔχει κυπαρίσσινον μέλαθρον (P. 5.40)