ξενόω Search Google

From LSJ
Revision as of 12:36, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (slb)

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξενόω Medium diacritics: ξενόω Low diacritics: ξενόω Capitals: ΞΕΝΟΩ
Transliteration A: xenóō Transliteration B: xenoō Transliteration C: ksenoo Beta Code: ceno/w

English (LSJ)

Ion. ξεινόω, (ξένος)

   A make one's friend and guest, entertain, in Med., ξενοῦμαι A.Supp.927, cf. A.R.1.849 : fut. ξενώσεται Lyc. 92.    II mostly in Pass., with fut. Med. ξενώσομαι S.Ph.303 : pf. ἐξένωμαι : aor. ἐξενώθην (ἐξενώθησαν Ἀττικῶς· ἐξενίσθησαν Ἑλληνικῶς Moer.p.167 P.):    1 enter into a treaty of hospitality with one, πόλιες ἀλλήλῃσι ἐξεινώθησαν Hdt.6.21, cf. Pl.Lg.642e, X.Ages.8.5 ; βασιλεῦσιν ἐξενωμένος Lys.6.48 : abs., X.HG4.1.34.    2 take up one's abode with one as a guest, to be entertained, Θήβᾳ ξενωθείς Pi.P.4.299, cf. A.Ch.702, S. l. c., etc. ; ξενωθεὶς τοῖσδ' ἐν . . δόμοις E.Alc.68 ; ξενοῦται τῷ Ξενοφῶντι, [παρ'] Ἑλλάδι, X.An.7.8.6,8 ; ξενωθεὶς ὑπὸ τᾶς βουλᾶς IG12(1).383 (Rhodes).    3 reside abroad, δαρὸν ἐξενωμένου S.Tr.65, cf. E.Ion 820 ; go into banishment, Id.Hipp. 1085.    III later, in Act., deprive one of a thing, [τινά] τινος Hld.6.7.

German (Pape)

[Seite 278] 1) zum Gastfreunde machen, gastlich aufnehmen; pass. Θήβᾳ ξενωθείς, Pind. P. 4, 299, vgl. 5, 31, wie Aesch. ξενωθῆναι, Ch. 691, der es auch im med. braucht für bewirthen, aufnehmen als Gast bei sich, οὐ γὰρ ξενοῦμαι τοὺς θεῶν συλήτορας, Suppl. 905; ξενωθεὶς τοῖσδ' ἐν δόμοις Eur. Alc. 68; ξενοῦνται τῷ Ξενοφῶντι, sie werden von ihm bewirthet, Xen. An. 7, 8, 6; vgl. Hell. 4, 1, 29 u. 34; Gastfreundschaft schließen, Her. 6, 21 u. A. – 2) im med. = in der Fremde, abwesend sein; πατρὸς οὕτω δαρὸν ἐξενωμένου, Soph. Trach. 65; ὅποι πλέων ἐξεμπολήσει κέρδος ἢ ξενώσεται, Phil. 303. – 3) bei Sp. τινά τινος, Einen einer Sache entfremden, ihn berauben, Heliod.

Greek (Liddell-Scott)

ξενόω: Ἰων. ξεινόω· (ξένος)· - κάμνω τινὰ φίλον ἢ ξένον μου, ὑποδέχομαι, φιλοξενῶ, ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ξενοῦμαι Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 927: μέλλ. ξενώσεται Λυκόφρ. 92 ΙΙ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθητ. τύπῳ μετὰ μέσ. μέλλ., ξενώσομαι (Σοφ. Φιλ. 303): πρκμ. ἐξένωμαι: ἀόρ. ἐξενώθην («ἐξενώθησαν Ἀττικῶς· ἐξενίσθησαν Ἑλληνικῶς» Μοῖρις)· 1) συνάπτω σχέσεις ξενίας μετά τινος, Λατ. hospitio jungi, πόλιες ἀλλήλῃσιν ἐξεινώθησαν Ἡροδ. 6. 21, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 642Ε, Ξεν. Ἀγησ. 8, 5· βασιλεῦσιν ἐξενωμένος Λυσ. 107. 26· ἀπολ., Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 34. 2) διαμένω παρά τινι ὡς φίλος, τυγχάνω περιποιήσεως φιλικῆς, φιλοξενοῦμαι, Θήβᾳ ξενωθεὶς Πινδ. Π. 4 ἐν τέλ., πρβλ. Αἰσχύλ. Χ. 702, Σοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., κτλ.· ξενωθεὶς τοῖσδ’ ... ἐν δόμοις Εὐρ. Ἄλκ. 68· ξενοῦνται τῷ Ξενοφῶντι, δηλ. φιλοξενοῦνται ὑπὸ τοῦ Ξενοφῶντος, Ξεν. Ἀν. 7. 8, 6· ἐνταῦθα δὴ ξενοῦται Ξενοφῶν Ἑλλάδι τῇ Γογγύλου τοῦ Ἐρετριέως γυναικὶ αὐτόθι 8. 3) διατρίβω ἐν ξένῳ τόπῳ, «ξενιτεύομαι», δαρὸν ἐξενωμένου Σοφ. Τρ. 65, πρβλ. Εὐρ. Ἴωνα 820· ἐξορίζομαι, στέλλομαι εἰς τὰ ξένα, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππολ. 1085. ΙΙΙ. παρὰ μεταγεν., ἐν τῷ ἐνεργ., ἀποστερῶ, τινά τινος Ἡλιόδ. 6. 7.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
seul. ao. ἐξένωσα;
Pass. f. ξενωθήσομαι, ao. ἐξενώθην, pf. ἐξένωμαι;
Pass.;
1 être à l’étranger, être absent ; en mauv. part être exilé;
2 être accueilli en hôte, recevoir l’hospitalité, loger : παρά τινι chez qqn;
3 contracter des liens d’hospitalité : τινι avec qqn ; οἱ ἐξενωμένοι XÉN les hôtes;
Moy. ξενόομαι-οῦμαι recevoir ou traiter comme hôte, acc..
Étymologie: ξένος.

English (Slater)

ξενόω
   1 entertain as a guest, pass. (Δαμόφιλος) πρόσφατον Θήβᾳ ξενωθείς (P. 4.299) met., ὕδατι Κασταλίας ξενωθείς (sc. Κάρρωτος, charioteer of Arkesilas in the Pythian games) (P. 5.31)

English (Slater)

ξενόω
   1 entertain as a guest, pass. (Δαμόφιλος) πρόσφατον Θήβᾳ ξενωθείς (P. 4.299) met., ὕδατι Κασταλίας ξενωθείς (sc. Κάρρωτος, charioteer of Arkesilas in the Pythian games) (P. 5.31)