ἄναξ

Revision as of 13:55, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

English (LSJ)

[ᾰ], ἄνακτος (cf. Ἄνακες), ὁ, rarely fem. ὦ ἄνα for ἄνασσα, Pi.P.12.4, cf. A.Fr.342: (

   A ϝάναξ IG4.236 (Corinth), etc., cf. ϝάνακες 4.564 (Argos)):—lord, master,    1 of the gods, esp. Apollo, ἄγουσι δὲ δῶρα Ἄνακτι Il.1.390, al.; ὁ Πύθιος ἄναξ A.Ag.509; ἄναξ Ἄπολλον ib.513, Eu.85, etc.; ὦναξ Ἄπ. S.OT80; ὦναξ without Ἄπολλον, Hdt.1.159, 4.150, al.; of Zeus, Hom. only in voc., Ζεῦ ἄνα Il.3.351, 16.233; Ζεὺς ἄναξ A.Pers.762; ἄναξ ἀνάκτων . . Ζεῦ Id.Supp.524; μὰ τὸν Δία τὸν Ἄνακτα D.35.40; Poseidon, A.Th.130; ὦ δέσποτ' ἄναξ, of Ἀήρ, Ar.Nu.264; of Apollo Ἀγυιεύς, Id.V.875; ὦναξ δέσποτα, of Πλοῦτος, Id.Pl.748; esp. of the Dioscuri, cf. Ἄνακες, Ἄνακοι; of all the gods, πάντων ἀνάκτων . . κοινοβωμίαν A.Supp. 222, cf. Pi.O. 10(11).49.—The irreg. voc. ἄνα (q. v.) is never addressed save to gods; ὦναξ is freq. in Trag. and Com.    II of the Homeric heroes, esp. of Agamemnon, as general-in-chief ἄναξ ἀνδρῶν Ἀ. Il.1.442, al. (so Euphetes 15.532, while Ortilochos is called πολέεσσ' ἄνδρεσσιν ἄνακτα 5.546):—also as a title of rank, e.g. of Teiresias, Od.11.144, 151, S.OT284; of the sons or brothers of kings (υἱεῖς τοῦ βασιλέως καὶ οἱ ἀδελφοὶ καλοῦνται ἄνακτες Arist.Fr.526, cf. Isoc.9.72, Clearch. 25, and so of Creon, S.OT85, cf. 911), and esp. of kings, as Xerxes, A.Pers.5, Darius, ib.787, cf. Ag.42, E.Ph.17, Or.349, etc.; βασιλῆι ἄνακτι lord king, Od.20.194; of the emperors, θεοὶ ἄνακτες IG14.2012A2, 4.1475 (Epid.).    III master of the house, οἴκοιο ἄναξ Od.1.397; ἀμφὶ ἄνακτα κύνες 10.216; as denoting the relation of master to slave, freq. in Od.; ἄναξ, θεοὺς γὰρ δεσπότας καλεῖν χρεών E.Hipp.88; of the Cyclops, as owner of flocks, Od.9.440.    IV metaph., κώπης, ναῶν ἄνακτες lords of the oar, of ships, A.Pers.378,383; πύλης ἄ. θυρωρέ, of a porter, S.Fr.775; ἄ. ὅπλων E IA1260; ψευδῶν Id.Andr.447; ὑπήνης Pl.Com.122; κέντρων, of planets holding cardinal points, Man.1.66.—Poet. word.

German (Pape)

[Seite 199] ἄνακτος, ὁ (vgl. ἀνά, ἄνω), der Oberste, Herr, der Befehlende, im Ggstz der δμῶες, die fremdem Willen unterworfen sind, 1) gewöhnliches Prädicat der Götter bei Hom.; Pind. δώδεκα ἄνακτες θεοί Ol. 11, 51, u. sonst, wie Tragg. Bei Sp. vorzugsweise die Dioskuren, s. ἄνακες, auch ἄνακοι. Der unregelmäßige voc. ὦ ἄνα steht nur in dem Anruf an Götter, ebenso ep. u. ion. ὦ 'ναξ, vgl. Eur. Hipp. 88 ἄναξ, θεοὺς γὰρ δεσπότας καλεῖν χρεών. – 2) von Menschen, die über Land und Leute gebieten, wenn ihr Besitzthum auch gering ist; auch Tiresias, Od. 11, 144, wie die Söhne und Verwandten der Herrscher haben diesen Titel (der bes. nach Arist. bei den Cypriern, zum Unterschiede des βασιλεύς, den Brüdern und Söhnen des Königs gegeben ward, Prinzen, vgl. Isocr. 9, 72), der bei den Tragg. auf alle Angesehenen und Edlen einer Stadtausgedehnt wird, s. Musgr. Soph. O. R. 85. 904. Bei Homer heißt Agamemnon oft ἄναξ ἀνδρῶν, vgl. Iliad. 9, 98 οὕνεκα πολλῶν λαῶν ἐσσὶ ἄναξ; Iliad. 15, 532 ἄναξ ἀνδρῶν Εὐφήτης; 23, 288 ἄναξ ἀνδρῶν Εὔμηλος; 5. 546 ὃς τέκετ' Ὀρσίλοχον πολέεσσ' ἄνδρεσσιν ἄνακτα; 13, 452 Δευκαλίων δ' ἐμὲ τίκτε πολέσσ' ἄνδρεσσιν ἄνακτα. – 3) Hausherr, οἴκοιο Od. 1, 397, der Gebieter, im Ggstz der Diener und Sklaven; 9, 440 der Cyclop im Ggstz seiner Heerden, also Besitzer; s. Theocr. 7, 79; auffallender Opp. Hal. 2, 245. 477. – 4) übh. Besorger, Verwalter, Lenker, κώπης, = νεῶν, Befehlshaber der Schiffe, Aesch. Pers. 370. 375; aber Eur. Cycl. 86 ist κώπης ἄναξ Ruderer; ὅπλων, Führer der Waffen, I. A. 1260; ψευδῶν, Lügner, Andr. 449; ἄναξ βασιλεύς vrbdn Or. 342. – Selten ist ἡ ἄναξ für ἄνασσα, Pind. P. 12, 3; Herm. H. h. Cer. 58. – In Prosa treten βασιλεύς u. δεσπότης an die Stelle dieses Wortes.

Greek (Liddell-Scott)

ἄναξ: [ᾰ] ἄνακτος [πρβλ. Ἄνακες], ὁ: σπανίως θηλ. ἄναξ ἀντὶ ἄνασσα, Πινδ. Π. 12, 6, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 379, πρβλ. Ἕρμανν. Ὕμ. Ὁμ. εἰς Δήμ. 58: (κυρίως = Fάναξ, ἴδε ἀνάσσω). Κύριος, δεσπότης (ἴδ. ἐν τέλ.), καὶ ἀποδίδοται. 1) εἰς τοὺς θεοὺς καὶ ἰδίως εἰς τὸν Ἀπόλλωνα, ἄγουσι δὲ δῶρα ἄνακτι Ἰλ. Α. 390· καὶ ἀλλ.· ὁ Πύθιος ἄναξ Αἰσχύλ. Ἀγ. 509· ἄναξ Ἄπολλον αὐτόθι 513, Εὐμ. 85, κτλ.· ὦναξ Ἄπ. Σοφ. Ο. Τ. 80· ὦναξ, ἄνευ τοῦ Ἄπολλον, Ἡρόδ. 1. 159., 4. 150, καὶ ἀλλ.· εἰς τὸν Δία ὁ Ὅμ. μόνον κατὰ κλητ. Ζεῦ ἄνα Ἰλ. Γ. 351., ΙΙ. 233· Ζεὺς ἄναξ Αἰσχύλ. Πέρσ. 762· ἄναξ ἀνάκτων ... Ζεῦ ὁ αὐτ. Ἱκ. 524· μὰ τὸν Δία τὸν ἄνακτα Δημ. 937. 12· εἰς τὸν Ποσειδῶνα, Αἰσχύλ. Θ. 130· ὦ δέσποτ’ ἄναξ, εἰς ἄλλους θεούς, Ἀριστοφ. Νεφ. 264, Σφ. 875· ὦναξ δέσποτα αὐτόθι Πλ. 748· καὶ ἰδίως εἰς τοὺς Διοσκούρους, πρβλ. Ἄνακες, Ἄνακοι, καὶ εἰς πάντας τοὺς θεοὺς ὁμοῦ· πάντων ἀνάκτων ... κοινοβωμίαν Αἰσχύλ. Ἱκ. 222· - συχν. ἐν ἐπιγραφαῖς. - Ἡ ἀνώμαλος κλητικὴ ἄνα εἰς οὐδένα ἄλλον προσφωνεῖται, ἀλλὰ μόνον εἰς τοὺς θεούς, ὦναξ εἶναι συχνὸν παρὰ Τραγικ. καὶ Κωμικ. ΙΙ. εἰς τοὺς Ὁμηρικοὺς ἥρωας, ἀλλ’ ὁ Ἀγαμέμνων ὡς γενικὸς ἀρχηγὸς καλεῖται ἄναξ ἀνδρῶν (οὕτω καὶ ὁ Εὐφήτης ἐν Ἰλ. Ο. 532, ἐνῷ ὁ Ὀρσίλοχος καλεῖται ἄνδρεσσιν ἄν. ἐν. Ἰλ. Ε. 546, πρβλ. Εὐρ. Φοιν. 17): - Ὡσαύτως ὡς ἐπώνυμον τιμητικόν, ἀποδιδόμενον εἰς ἄνδρας διακεκριμένους καὶ ὑψηλὴν θέσιν κατέχοντας, οἷον εἰς τὸν Τειρεσίαν, Ὀδ. Λ. 144, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 284· εἰς τοὺς υἱοὺς ἢ ἀδελφοὺς τῶν βασιλέων (οἱ υἱεῖς τοῦ βασιλέως καὶ οἱ ἀδελφοὶ καλοῦνται ἄνακτες Ἀριστ. Ἀποσπ. 483), καὶ ἐν γένει εἰς πάντα ἡγεμόνα ἢ ἄρχοντα, Αἰσχύλ. Πέρσ. 5. 587, Ἀγ. 42, κτλ., πρβλ. Μουσγράβ. Σοφ. Ο. Τ. 85. 911: - βασιλῆϊ ἄνακτι, τῷ βασιλεῖ καὶ κυρίῳ, Ὀδ. Υ. 194, ἴδε Πόρσ. Ὀρ. 348: - ἀποδίδοται δὲ καὶ εἰς τοὺς Ρωμ. αὐτοκράτορας, θεοὶ ἄνακτες Ἐπιγρ. Ἑλλ. 618. 2., 892. 4, καὶ ἀλλ. ΙΙΙ. ὁ οἰκοδεσπότης, Λατ. herus, dominus, οἴκοιο ἄναξ Ὀδ. Α. 397· ἀμφὶ ἄνακτα κύνες Κ. 216· ἰδίως πρὸς δήλωσιν τῆς σχέσεως μεταξὺ δεσπότου καὶ δούλου, συχν. ἐν τῇ Ὀδ., ἄναξ, θεοὺς γὰρ δεσπότας καλεῖν χρεὼν Εὐρ. Ἱππ. 88· ἐν Ὀδ. Ι. 440, ἐπὶ τοῦ Κύκλωπος, ὡς δεσπότου τῶν ποιμνίων του. IV. παρ’ Ἀττ. μεταφ., κώπης, ναῶν ἄνακτες, κύριοι τῆς κώπης, τῶν πλοίων, Αἰσχύλ. Πέρσ. 378, 383· πύλης ἄναξ, ἐπὶ θυρωροῦ, Σοφ. ἐν Μιλλέρου Συμμίκτοις σ. 32· ἄναξ ὅπλων Εὐρ. Ι. Α. 1260· ψευδῶν ὁ αὐτ. Ἀνδρ. 447· ὑπήνης Πλάτ. Κωμ. ἐν «Πρέσβεσι» 4: πρβλ. ἄνασσα 3, ἀνάσσω ΙΙ. - Ποιητ. λέξις ἰσοδύναμος τῇ μετέπειτα ἐν χρήσει λέξει δεσπότης (ἴδε Εὐρ. Ἱππ. ἔνθ’ ἀνωτ.), ἀλλὰ διαφέρουσα κἄπως τῆς λέξ. βασιλεύς, ἥτις κυρίως δηλοῖ τὸν πολιτικὸν ἄρχοντα τόπου τινὸς ἢ φυλῆς· ἴδε Γροτ. Ἱστορ. τῆς Ἑλλάδος 2. 84.

French (Bailly abrégé)

ἄνακτος (ὁ) :
maître, chef, roi ; p. ext. celui qui dirige : ἄναξ κώπης ESCHL maître de la rame, rameur ; ἄνακτες ὅπλων EUR les hoplites ; épithète traditionnelle attachée au nom d’Apollon seigneur ; titre qu’on donne à un devin comme Tirésias.
Étymologie: p. *γϜάναξ, de la Rac. Γαν-, Γεν- engendrer ; cf. γίγνομαι.

English (Autenrieth)

(ϝάναξ), ακτος, voc. ἄνα (only in addressing a god, otherwise), ἄναξ, dat. pl. ἀνάκτεσι: lord (king), master; of gods, Ζεῦ ἄνα (Il. 3.351), ὕπνε ἄναξ πάντων τε θεῶν πάντων τ' ἀνθρώπων (Il. 14.233), θεῶν ἀέκητι ἀνάκτων (Od. 12.290); of men (esp. Agamemnon), ἄναξ ἀνδρῶν, and in general of any man as lord and master of his possessions, ἐγὼν οἴκοιο ἄναξ ἔσομ' ἡμετέροιο | καὶ δμώων, Od. 1.397; ἦ σύ γ' ἄνακτος | ὀφθαλμὸν ποθέεις, ‘miss your master's eye,’ said by the blinded Polyphemus to his ram, Od. 9.452.

English (Slater)

ᾰναξ (ϝαν-, (P. 4.89), (P. 9.44), (P. 11.62), (P. 12.3), fr. 140a. 63 (37): ἄναξ, ἄνακτος, ἄνακτι, ἄνακτα, ἄνα, ἄναξ; ἀνάκτων, ἄνακτας coni.)
   a adj., king, royal, of gods and heroes, — μετὰ δώδεκ' ἀνάκτων θεῶν (O. 10.49) “υἱὸς ἱππάρχου Ποσειδάωνος ἄναξ” Euphamos. (P. 4.45) πεπρωμένον ἦν φέρτερον πατέρος ἄνακτα γόνον τεκεῖν ποντίαν θεόν (Ahlwardt: γονον ἄνακτα πατρός codex) (I. 8.33) ἄνακτα τὸν πάντων ὑπερβάλλοντα Χρόνον μακάρων (Heyne: ἄνα codd. Plutarchi.) fr. 33. in hypallage, μαρτυρήσει Λυκαίου βωμὸς ἄναξ (O. 13.108)
   b subs., of gods and heroes “καὶ σέ, τολμάεις Ἐπιάλτα ἄναξ” (P. 4.89) ὦναξ Apollo. (P. 8.67) “ὦ ἄναApollo. (P. 9.44) σέ τε, ἄναξ Πολύδευκες (P. 11.62) ὦ ἄνα Akragas (P. 12.3) Πηλεὺς ἄναξ (N. 3.33) Πότμος ἄναξ (N. 4.42) “καὶ ἐμοὶ θάνατον σὺν τῷδ' ἐπίτειλον, ἄναξZeus (N. 10.77) χρυσέων οἴκων ἄναξ καὶ γαμβρὸς Ἥρας Herakles (I. 4.60) φαντὶ γὰρ ξύν' ἀλέγειν καὶ γάμον Θέτιος ἄνακτας (Bergk: ἄνακτα codd.: ἄνακτε Tric.) (I. 8.47) κείνων λυθέντες σαῖς ὑπὸ χερσίν, ἄναξ Zeus fr. 35. ἄν]ακτος Εὐξαν[τίου (Pae. 4.35) ὦναξ[ Πα. 13d. 4. ]ἄναξ Ἄπολλον[ (Pae. 16.2) ]ιον ἄνακτα[ Δ. 1. 3. μνάσθηθ' ὅτι τοι ζαθέας Πάρου ἐν γυάλοις ἕσσατο ἄνακτι βωμὸν sc. to Apollo fr. 140a. 63 (37).