ἀπωθέω
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
English (LSJ)
fut. inf.
A ἀπωσέμεν Il.13.367: aor. ἀπέωσα Od.9.81, ἀπῶσα prob. corrupt in S.Fr.479:—Med., fut. ἀπεώσομαι LXX 4 Ki.21.14: aor. ἀπωσάμην Hom. (v. infr.), ἀπεωσάμην Th.1.32, etc., ἀπωθησάμην D.C.38.28 codd.: pf. ἀπῶσμαι· ἀπώθησα, Hsch., inf. ἀπεῶσθαι Th.2.39:—Pass., pf. part. ἀπωσμένος Phld.Ir.p.33 W.:—thrust away, push back, ὤϊξε πύλας καὶ ἀπῶσεν ὀχῆας Il.24.446, cf. 21.537; ἀ. ἐπάλξεις pushed them off the wall, Th.3.23:—Med., thrust away from oneself, χερσὶν ἀπώσασθαι λίθον Od.9.305; ἀπώσατο ἦκα γέροντα pushed him gently away, Il.24.508; αἱ χεῖρες τὸ τόξον -οῦνταί τε καὶ προσέλκονται Pl.R.439b. 2 drive away, ἠέρα μὲν σκέδασεν καὶ ἀπῶσεν ὀμίχλην [Ζεύς] Il.17.649; of the wind, beat from one's course, Βορέης ἀπέωσε Od.9.81 (so in Med., σφέας κεῖθεν ἀπώσατο ἲς ἀνέμοιο 13.276). 3 c. gen., εἴ κέ μιν οὐδοῦ ἀπώσομεν 22.76, cf. 2.130; γῆς ἀπῶσαί [με] πατρίδος S.OT641:—Med., thrust from oneself, drive away, μνηστῆρας ἀπώσεαι ἐκ μεγάροιο Od.1.270:—Pass., to be expelled, Hdt.1.173; ἀπωθοῦμαι δόμων Ar.Ach.450; γῆς S.OT670. 4 thrust aside, spurn, Id.Aj.446,al.:—Pass., τὸν δῆμον πρότερον ἀπωσμένον pushed aside, Hdt. 5.69. 5 repel, drive back, in Med., Τρῶας ἀπώσασθαι Il.8.206; νεῖκος ἀπωσαμένους 12.276; ἀπώσασθαι κακὰ νηῶν 15.503; νηῶν μὲν ἀπωσάμενοι δήϊον πῦρ 16.301; πένθος Archil.9.10; νοῦσον AP6.190 (Gaet.):— also in Prose, Antipho 4.4.6, etc.: c. dupl. acc., τὴν ναυμαχίαν ἀπεωσάμεθα Κορινθίους Th.1.32. 6 in Med., reject, τὸ ἀργύριον Hdt.1.199; τὸν αὐλόν S.Tr.216(lyr.); φιλότητα Id.Ph.1122(lyr.); τὰς σπονδάς Th.5.22; τὰ ἐξ ἀδικίας κέρδη Pl.R.366a; ἀ. πόνους decline them, E.Fr. 789; τὴν δουλοσύνην shake off slavery, Hdt.1.95; ὕπνον shake off sleep, Pl.R.571c: abs., refuse, ποιήσω κοὐκ ἀπώσομαι S. Tr.1249.
German (Pape)
[Seite 341] (s. ὠθέω), wegstoßen, vertreiben, ὦσε δ'ἀπὸ ῥινὸν λίθος Iliad. 5, 308; ἀπῶσαν ὀχῆας 21, 537; ἀπῶσεν όμίχλην 17, 649; ἀλλά με Βορέης ἀπέωσε, verschlug mich, Od. 9, 81; δόμων ἀέκουσαν ἀπῶσαι 2, 130; γέροντος ἀπώσομεν ἄνδρα Iliad. 8, 96; ἐκ Τροίης ἀέκοντας ἀπωσέμεν υἷας Ἀχαιῶν 13, 367; γῆς πατρίδος, verbannen, Soph. O. R. 641; pass., 670; ἐκ γῆς Her. 1, 173; καὶ ἀπελαύνειν ἀπό τινος Plat. Rep. IV, 437 c; εἰς τοὔπισθεν ἀπωσθείς Soph. 261 b; Folgde. – Med., von sich abstoßen, entfernen, μνηστῆρας ἀπώσεαι ἐκ μεγάροιο Od. 1, 270; νηῶν μέν οἱ ἀπώσασθαι πόλεμόντε μάχην τε δῶκε Iliad. 16, 251; θυράων χερσὶν ἀπώσασθαι λίθον Od. 9, 305; ἀλλ' ἤτοι σφέας κεῖθεν ἀπώσατο ἲς ἀνέμοιο πόλλ' ἀεκαζομένους Od. 13, 276; in der letzten Stelle wenigstens unläugbar Homerisch das med. statt des act., vgl. oben Od. 9, 81; γῆρας H. h. Cer. 176; πένθος Archil. 48; νοῦσον Gaetul. 3 (VI, 190); ἀπεωσάμεθα τὴν ναυμαχίαν Κορινθίους, zurückschlagen, Thuc. 1, 32; Ar. Vesp. 1085 ἀπεωσάμεσθα, Dindorf ἀπωσάμεσθα, wie τὸν ἄνδρ' ἀπωσάμην com. bei Eustath. 1504, 21; Gegensatz προσέλκειν Plat. Rep. IV, 439 b; verabscheuen, verschmähen, τὰ ἐξ ἀδικίας κέρδη II, 366 a; vgl. Her. 1, 199; τὰς σπονδάς Thuc. 5, 22.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπωθέω: μέλλ. ἀπώσω: ἀόρ. ἀπέωσα και Βυζ. ἀπώθησα: - Μέσ. ἀόρ. άπωσάμην Ὅμ. κτλ. ἀπωθησάμην Δίων Κ. 38. 28· «σπρώχνω», «σκουντῶ» ὀπίσω, ὠθῶ ὀπίσω, ὤϊξε πύλας καὶ ἀπῶσεν ὀχῆας Ἰλ. Ω. 446, πρβλ. Φ. 537· καὶ τὰς ἐπάλξεις ἀπώσαντες, ὠθήσαντες ἐκ τῆς θέσεως αὐτῶν, ῥίψαντες αὐτὰς κάτω, Θουκ. 3. 23· καὶ κατὰ μέσ. τύπ. χερσὶν ἀπώσασθαι λίθον Ὀδ. Ι. 305· ἀπώσατο ἦκα γέροντα, ἀπώθησεν αὐτὸν ἡσύχως, Ἰλ. Ω. 508.
2) ἀποδιώκω, ἠέρα μὲν σκέδασεν καὶ ἀπώσεν ὁμίχλην [[[Ζεὺς]]] Ἰλ. Ρ. 649· ἐπὶ τοῦ ἀνέμου, παραφέρω, ἀποπλανῶ ἐκ τῆς ὁδοῦ, Βορέης ἀπέωσε Ὀδ. Ι. 81· (οὕτω καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, σφέας κεῖθεν ἀπώσατο ἴς ἀνέμοιο Ν. 276). 3) μετά γεν., εἴ κέ μιν οὐδοῦ ἀπώσομεν Χ. 76, πρβλ. Β. 130· γῆς ἀπῶσαί [με] πατρίδος Σοφ. Ο. Τ. 641, πρβλ 670: - Μέσ., ἐκδιώκω, ἐκβάλλω, ὅππως κε μνηστῆρας ἀπώσεαι ἐκ μεγάροιο Ὀδ. Α. 270: - Παθ., ἀποδιώκομαι, ἐκβάλλομαι, Ἡρόδ. 1. 173· ἀπωθοῦμαι δόμων Ἀριστοφ. Ἀχ. 450. 4) περιφρονῶ, ἀτιμάζω, ἀνδρὸς τοῦδ’ ἀπώσαντες κράτη Σοφ. Αἴ. 446, ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ. - Παθ., τὸν δῆμον πρότερον ἀπωσμένον, ἀπερριμένον, Ἡρόδ. 5. 69. 5) ἀπωθῶ, ἀποκρούω, κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Τρῶας ἀπώσασθαι Ἰλ. Θ. 206· νεῖκος ἀπωσαμένους Μ. 276· ἀπώσασθαι κακὰ νηῶν Ο. 503· νηῶν μὲν ἀπωσάμενοι δήϊον πῦρ Π. 301, κτλ.: οὕτω καὶ παρὰ τοῖς πεζογράφοις, Ἡρόδ. 8. 109, Ἀντιφῶν 128. 27, κτλ.: Παθ., ἀπεῶσθαι Θουκ. 2. 39. 6) ἐν μέσῳ τύπῳ ὡσαύτως, ἀπορρίπτω, τὸ ἀργύριον Ἡρόδ. 1. 199· τὸν αὐλὸν Σοφ. Τρ. 216· φιλότητα ὁ αὐτ. Φ. 1122· τὰς σπονδὰς Θουκ. 5. 22· τὰ κέρδη Πλάτ. Πολ. 366Α· ἀπ. πόνους, ἀποφεύγω, Εὐρ. Ἀποσπ. 787· τὴν δουλοσύνην ἀπ., ἀποσείω τὴν δουλείαν, Ἡρόδ. 1. 95· οὕτως, ἀπ. ὕπνον Πλάτ. Πολ. 571C· ἀπολ., ἀρνοῦμαι νὰ πράξω τι, ποιήσω κοὐκ ἀπώσομαι Σοφ. Τρ. 1249.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. ἀπώσω, ao. ἀπέωσα, etc.
1 repousser : τινα οὐδοῦ OD qqn du seuil (d’une maison) ; ἐπάλξεις ἀπ. THC arracher des créneaux;
2 repousser au loin, rejeter, écarter : τινα γῆς SOPH ou ἐκ γῆς HDT chasser qqn d’un pays;
Moy. ἀπωθέομαι-οῦμαι (f. ἀπώσομαι, etc.);
1 repousser ou écarter de soi ; abs. refuser;
2 repousser au loin : τινα qqn.
Étymologie: ἀπό, ὠθέω.
English (Autenrieth)
fut. ἀπώσω, inf. ἀπωσέμεν, aor. ἀπέωσε, ἀπῶσε, subj. ἀπώσομεν, mid. fut. ἀπώσεται, aor. ἀπώσατο, -ασθαι, -άμενον, οι, ους: push or thrust away (τινά τινος, or ἐκ τινός), mid., from oneself; ἀπῶσεν ὀχῆας, ‘pushed back,’ Il. 24.446 ; Βορέης ἀπέωσε, ‘forced back,’ Od. 9.81 (cf. mid., Od. 13.276); θυράων ἀπώσασθαι λίθον, in order to get out, Od. 9.305 ; μνηστῆρας ἐκ μεγάροιο, Od. 1.270.