δύο

From LSJ
Revision as of 14:32, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (SL_1)

τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύο Medium diacritics: δύο Low diacritics: δύο Capitals: ΔΥΟ
Transliteration A: dýo Transliteration B: dyo Transliteration C: dyo Beta Code: du/o

English (LSJ)

[ῠ], also δύω in Ep., Eleg. and late, SIG1231 (Nicomedia, iii/ iv A. D.), not in Ion. Inscrr. nor in Trag. (δύο ῥοπάς shd. be read in E.Hel.1090), nor in Att. Prose or Inscrr.: Lacon. acc.

   A δύε IG5(1).1; Thess. fem. δύας ib.9(2).517: gen. and dat. δυοῖν Hp.Vict.1.3, but f.l. in Hdt.1.11,91 [used as monos. in S.OT640, cf. δώδεκα for δυώδ-]; later Att. also δυεῖν (esp. in fem. gen.) found in codd. of E.El. 536, cited fr. Th. by Ael.Dion.(?) Fr.372, cf. 1.20 (cod. Laur.); Boeot. δουῖν Corinn.Supp.2.54; later δυσί, δυσὶν ἡμέραις Th.8.101 codd., δυσὶν ἡμέρῃσι v.l. in Hp.Acut.(Sp.) 67; δυοῖν ὄμμασι καὶ δυσὶν ἀκοαῖς Arist.Pol.1287b27, cf.Men.699, SIG344.26 (Teos, iv B.C.), etc.: early Att. Inscrr. have δυοῖν IG12.3.10, al., later δυεῖν SIG2587.286, IG22.463.78, al., from cent. iii on δυσί ib.1028.27, al.; Ion. gen. δυῶν GDI5653d9 (Chios), Hdt.1.94, 130, etc., dat. δυοῖσι ib. 32,7.104; δυῶν also Dor., Leg.Gort.1.40, Tab.Heracl.1.139; δυοῖς Leg.Gort.7.46.— Used indecl., like ἄμφω, by Hom. (who has no gen. or dat. δυοῖν), τῶν δύο μοιράων Il.10.253; δύω κανόνεσσι 13.407, etc.; so in Hdt. and Att., δύο νεῶν Hdt.8.82; δύο ζεύγεσι Id.3.130; δύο νεῶν Th.3.89; δύο πλέθρων X.An.3.4.9; with dual, δύο μναῖν dub. l. Id.Mem. 2.5.2; but not in Trag. and rare in Com., ἔτεσιν δύο Alex.105; δύ' ἔτεσιν Damox.2.3: not in Att. Inscrr. before the Roman period, IG3.1443, al.:—two, Il.1.16, etc.; in Hom., δύο and δύω are sts. joined with plural Nouns, δύο δ' ἄνδρες 18.498, al.; also in Trag., δύο κριούς S.Aj.237 (lyr.); in Att. Prose, δύο τέχνας Pl.Grg.464b; but δυοῖν is rare with plural Nouns, ὀρθοστάταις δυοῖν IG2.1054.64; ἕνα καὶ δύο one or two, a few, Il.2.346; δύ' ἢ τρεῖς Ar.Pax829, cf. X.HG 3.5.20; εἰς δύο two and two, Id.Cyr.7.5.17; σὺν δύο two together, Il. 10.224, Hdt.4.66; δύο ποιεῖν τὴν πόλιν to split the state into two, divide it, Arist.Pol.1310a4.

German (Pape)

[Seite 673] zwei; Sanskr. dva, dvâu, Lat. duo, Umbr. du-r, Goth. tvai F. tvôs N. tva, Kirchenslav. dŭva, Lit. du, dvi, Curtius Grundz. d. Griech. Etymol . 1, 204. Bei Homer finden sich nur die Formen δύο und δύω, rein nach dem Versbedürfniß abwechselnd, aber beide, so oft auch der Dichter das Wort gebraucht, fast nur als nom. oder accus.; den genit. u. den dativ. vermeidet Homer merkwürdiger Weise. Er verbindet das Wort mit dem dual. u. mit dem plural., rein nach dem Versbedürfniß abwechselnd. Beispiele: – 1) nominat.: Iliad. 12, 95 υἷε δύω, 13, 499 δύο ἄνδρες, Odyss. 15, 412 δύω πόλιες, Iliad. 18, 507 δύω τάλαντα. – 2) accusat.: Odyss. 9, 90 ἄνδρε δύω, Iliad. 5, 572 δύο φῶτε, 22, 210 δύο κῆρε θανάτοιο, 21, 145 δύο δοῦρε, 3, 116 δύω κήρυκας, 20, 269 δύω πτύχας, vs. 271 τὰς δύο (πτύχας) χαλκείας, δύο δ' ἔνδοθι κασσιτέροιο, Odyss. 9, 74 δύω νύκτας δύο τ' ἤματα, 10, 142 δύο τ' ἤματα καὶ δύο νύκτας. – 3) genitiv. und dativ.: Iliad. 13, 407 δύω κανόνεσσ' ἀραρυῖαν (ἀσπίδα); Odyss. 10, 515 πέτρη τε ξύνεσίς τε δύω ποταμῶν ἐριδούπων; Iliad. 10, 253 παρῴχηκεν δὲ πλέων νύξ

Greek (Liddell-Scott)

δύο: ὡσαύτως δύω παρ’ Ἐπ. καὶ ἐλεγ. ποιηταῖς, ἀλλ’ οὐδέποτε παρὰ τοῖς δοκίμοις τῶν Ἀττ., Πόρσ. Ὀρ. 1550· γεν. καὶ δοτ. δυοῖν [[[εἶναι]] μονοσύλλαβον ἐν Σοφ. Ο. Τ. 640, πρβλ. δώδεκα ἀντὶ δυώδ-] παρὰ μεταγεν. Ἀττ. ὡσαύτως δυεῖν, ἀλλ’ ὁ τύπος οὗτος ἀποκλείεται ἤδη ἀπὸ τῶν ἀρίστων ἐκδόσεων τῶν δοκίμων Ἀττικῶν, ὡς Εὐρ. Ἠλ. 536, Θουκ. 1. 20, ἴδε Ellendt Λεξ. Σοφ. λ. δύο ἐν τέλ.·- παρὰ μεταγεν. ὡσαύτως δοτ. πληθ. δυσὶ (ἐν Θουκ. 8. 101, ἀντὶ δυσὶν ἡμέραις γραπτέον δυοῖν ἡμέραιν), κοινὸν ὅμως μετὰ τοὺς χρόνους τοῦ Ἀλεξάνδρου, Ἀριστ. Πολ. 3. 6, 7, Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 150, καὶ συχνὸν ἐν Ἐπιγραφαῖς, πρβλ. Λοβ. Φρύν. 210·- Ἐν ταῖς Ἀττικ. ἐπιγραφαῖς τὸ δυοῖν εἶνε ἐν χρήσει μέχρι τοῦ 329 π. Χ., τὸ δυεῖν ἀπὸ τοῦ 329 μέχρι τοῦ 229 π. Χ., τὸ δὲ δυσὶ ἀπὸ τοῦ τέλους τῆς 3ης ἑκατονταετ. π. Χ., Meisterh. σ. 157. - Οἱ Ἰων. τύποι δυῶν (Ἡρόδ. 1. 94, 130, κτλ.), δυοῖσι (1. 32., 7. 104) θεωροῦνται ἀμφίβολοι ὑπὸ τοῦ Δινδ. - Ἐν χρήσει ἀκλίτως, ὡς τὸ ἄμφω, παρ’ Ὁμ. (ὅστις δὲν ἔχει γενικὴν ἢ δοτικὴν δυοῖν), τῶν δύο μοιράων Ἰλ. Κ. 253· δύω κανόνεσσι Ν. 407, κτλ.· οὕτω παρ’ Ἡρόδ. καὶ Ἀττ., δύο νεῶν Ἡρόδ. 8. 82· δύο ζεύγεσι 3. 130· δύο νεῶν Θουκ. 3. 89· δύο πλέθρων Ξεν. Ἀν. 1. 3, 23, κτλ.· ἀλλ’ οὐχὶ οὕτω παρὰ Τραγ. (τὸ χωρίον Εὐρ. Ἀνδρ. 692 δὲν παρουσιάζει ἐξαίρεσιν), καὶ σπάνιον παρὰ Κωμ., Ἀλεξ. Κνιδ. 1, Δαμοξ. Συντρ. 1. 3. (Ἐκ τῆς √ΔΥ παράγονται ὡσαύτως τὰ δὶς (ἀντὶ δυὶς ἢ δϝίς), δεύτερος (ἀντὶ δϝέτερος), δοιοί, δισσός, δία, δίχα, δι-πλόος· πρβλ. Σανσκρ. dva, dvàu (dyo), dvis (bis), dvitîyas (δεύτερος), vi- (ve-, dis-)· Ζενδ. dva (duo), κτλ.· Λατ. duo, bis (ἀντὶ duis, πρβλ. Ζενδ. bi-tya (δεύτερος)), bini (ἀντὶ duini), dis- καὶ ve-, du-plex, du-bius· Γοτθ. tvai, vi-thra (contra), twistass (διχοστασία)· Παλαιο-Σκανδιν. tveir, tvi- (bis)· Ἀγγλο-Σαξ. twâ (two, twain), tvennr (twin), κτλ.· Παλαιο-Γερμ. zwuo (Γερμ. zwei), κτλ.). Ἰλ. Α. 16, κτλ.·- παρ’ Ὁμ. δύο καὶ δύω (κατὰ τὴν χρείαν τοῦ μέτρου) συχνάκις συνάπτονται πληθυντικοῖς ὀνόμασιν, ὡς δύο δ’ ἄνδρες, κτλ.· παρὰ Τραγ. ὡσαύτως τὸ δύο ἐνίοτε ἀπαντᾷ μετὰ πληθ. ὀνομάτων, τὸ δὲ δυοῖν σπανίως, ἴδε Elmsl. Μηδ. 798·- δύο ἐνίοτε, τῷ = ἡμετέρῳ «ἕνα δυό», Λατ. vel duo vel nemo, ὀλίγοι, Θεόκρ. 14. 45· πληρέστερον, ἕνα καὶ δύο Ἰλ. Β. 346· δύ’ ἢ τρεῖς Ἀριστοφ. Εἰρ. 829· εἰς δύο, δύοδύο, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 17· σὺν δύο, δύο ὁμοῦ, Ἰλ. Κ. 224, Ἡρόδ. 4. 66· δύο ποιεῖν τὴν πόλιν, διασπᾶν, διαιρεῖν εἰς δύο, Ἀριστ. Πολ. 5. 9, 10.

French (Bailly abrégé)

gén.-dat. δυοῖν, indécl. dans Homère;
numéral;
deux ; abs. pour marquer deux parties (sur trois), càd les deux tiers.
Étymologie: R. ΔϜι, séparer, > δίς pour *δϜίς ; cf. lat. duo et bis pour duis.

English (Autenrieth)

indeclinable in Homer: two; proverb, σύν τε δὔ ἐρχομένω καί τε πρὸ ὃ τοῦ ἐνόησεν, ‘two together going, hasteneth the knowing’ (lit. one notes before the other), Il. 10.224.

English (Slater)

δῠο (δύο, δυοῖν gen., δύο.)
   1 two δύο δὲ γλαυκῶπες δράκοντες (O. 6.45) ἀγαθαὶ δὲ πέλοντἀπεσκίμφθαι δὔ ἄγκυραι (O. 6.101) δράκοντεςτρεῖς, οἱ δύο μὲν κάπετον, εἷς δ (O. 8.38) ἄλλαι δὲ δὔ χάρμαι (O. 9.86) δύο δ' αὐτὸν ἔρεψαν πλόκοι σελίνων (O. 13.32) αἱ δύο δ' ἀμπλακίαι (P. 2.30) δύο δ' ἀπὸ Κίρρας, ὦ Μεγάκλεες, ὑμαί τε καὶ προγόνων (sc. μ' ἄγοντι νῖκαι) (P. 7.16) δύο μὲν ἄνθἐ Ὀλυμπιάδος acc. (N. 6.61) ἕκατι ποδῶν εὐωνύμων δὶς δὴ δυοῖν (i. e. ποδῶν δὶς νικηφόρων καὶ δυοῖν ἀνδρῶν. Σ) (N. 8.48) δύο δέ τοι ζωᾶς ἄωτον μοῦνα ποιμαίνοντι τὸν ἄλπνιστον, εὐανθεῖ σὺν ὄλβῳ εἴ τις εὖ πάσχων λόγον ἐσλὸν ἀκούῃ (post ὄλβῳ distinx. alii) (I. 5.12) εἴπερ τριῶν Ἰσθμ[οῖ], Νεμέᾳ δὲ δυ[οῖν (e Σ supp. Lobel) fr. 6a. h.