συστοιχέω
English (LSJ)
A stand in the same rank or line, of soldiers, Plb.10.23.7. 2 correspond to, τὸ Σινᾶ ὄρος . . σ. τῇ νῦν Ἱερουσαλήμ Ep.Gal. 4.25.
German (Pape)
[Seite 1044] mit, zusammen, in derselben Reihe, Linie stehen, Pol. 10, 21, 7 (vgl. συζυγέω); zu derselben Reihe, Ordnung, Art gehören, mit Einem, τινί.
Greek (Liddell-Scott)
συστοιχέω: ἵσταμαι τεταγμένος ἐν τῇ αὐτῇ σειρᾷ ἢ γραμμῇ, ἐπὶ στρατιωτῶν, Πολύβ. 10. 21, 7. 2) εἶμαι σύστοιχος πρός τι, «τὸ γὰρ Σινᾶ ὄρος ἐστὶν ἐν τῇ Ἀραβίᾳ, συστοιχεῖ δὲ τῇ νῦν Ἱερουσαλήμ, δουλεύει γὰρ μετὰ τῶν τέκνων αὐτῆς» Ἐπιστ. πρὸς Γαλάτ. δ΄, 25· περιπατῶ συμφώνως πρός τι, τῷ λόγῳ Σωκράτους Μουσών. παρὰ Στοβ. 167. 12.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 être sur le même rang, sur la même ligne;
2 correspondre à, τινι ; être en accord avec.
Étymologie: σύστοιχος.
English (Strong)
from σύν and στοιχέω; to file together (as soldiers in ranks), i.e. (figuratively) to correspond to: answer to.
English (Thayer)
(T WH συνστοιχέω (cf. σύν, II. at the end)), συστοίχω; (see στοιχέω); to stand or march in the same row (file) with: so once properly, of soldiers, Polybius 10,21, 7; hence, to stand over against, be parallel with; tropically, to answer to, resemble: τίνι, so once of a type in the O. T. which answers to the antitype in the New, Lightfoot at the passage).