καθέζομαι
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
English (LSJ)
(v. infr.), impf. ἐκαθεζόμην in Prose, X.An.1.5.9, Cyr.5.3.25 (but freq. as aor. 2, And.1.44, Th.4.110, Pl.Euthd.272e); in Poets,
A καθεζόμην Od.9.417, A.Eu.6, Ar.Lys.1139: fut. καθεδοῦμαι Id.Ra.200, Av.727 (anap.), And.1.111, Pl.Tht.146a, D.5.15; later καθεδήσομαι D.L.2.72, καθεσθήσομαι LXX Le.12.5: aor. καθεσθείς AP9.644.5 (Agath.), Paus.9.3.4, Charito 3.2, but v. Luc.Sol.11 (καθίζομαι, Pass. of καθίζω, which supplies the trans. sense, is more common in pres. and impf., but we have κατ' ἄρ' ἕζεαι Od.10.378, καθεζόμεσθα E.Heracl. 33, καθέζονται Lys.13.37, etc.):—sit down, take one's seat, ἀγορήνδε καθεζώμεσθα κιόντες Od.1.372; εἰνὶ θύρῃσι καθέζετο 9.417, cf. Il.24.126, etc.; κατ' ἄρ' ἕζευ ἐπὶ θρόνου ib.522; κατ' ἄρ' ἕζετ' ἐπὶ . . λίθοισιν Od.3.406; καθεζομένη πρόχνυ (v. πρόχνυ); so κ. ἐν . . εὐνατηρίοις S. Tr.918; ἐπὶ ζυγοῖς ἀρχῆς E.Ph.75; ἐς θρόνον A.Pr.231; preside, Lys. l.c., Aeschin.3.73; ἐνθαδί Ar.Ra.200; οὐ λαχόντες προεδρεύειν, ἀλλ' ἐκ παρασκευῆς καθεζόμενοι taking their seats, Aeschin.3.3: Medic., Hp.Epid.7.3. 2 sit down in, occupy, a country, encamp, Th.2.18, 7.77; settle, εἰς χώραν OGI201.13 (Nubia, vi A.D.). II remain seated, in various senses: 1 sit still, with collat. notion of inaction, τίφθ' οὕτως κατ' ἄρ' ἕζεαι ἶσος ἀναύδῳ; Od.10.378, cf.6.295. 2 sit as suppliants, ἱκέται καθεζόμεσθα βώμιοι E.Heracl.l.c.; πρὸς τὰ ἱερὰ ἱκετῶν καθεζομένων Th.3.70, cf. Ar.Lys.1139, D.18.107. 3 sit for one's portrait, Porph.Plot.1. 4 of a teacher, πρὸς ὑμᾶς ἐκαθεζόμην διδάσκων Ev.Matt.26.55.
German (Pape)
[Seite 1282] (s. ἑδ), fut. καθεδοῦμαι, bei D. L. 2, 72 καθεδήσομαι als v. l., impf. od. aor. καθεζόμην, bei Hom. u. Tragg. ohne Augm., sonst ἐκαθεζόμην, sichnieder setz en; ἡ δὲ μάλ' ἄγχ' αὐτοῖο καθέζετο Il. 24, 126; ἐπὶ θρόνου 24, 522; ἐπὶ λίθοισιν Od. 3, 406; sich zu einer Sitzung niederlassen, eine Sitzung halten, ἀγορήνδε καθεζώμεσθα κιόντες πάντες 1, 372; πὰρ Διΐ Hes. O. 257; dasitzen, mit dem Nebenbegriff der Ruhe, Od. 10, 378, vgl. 375; verweilen, zögern, zaudern, 6, 295; ἐς θρόνον καθέζετο Aesch. Prom. 229; Soph. O. C. 1593; ἐπὶ ζυγοῖς καθέζετ' ἀρχῆς Eur. Phoen. 75; ἱκέται καθεζόμεσθα βώμιοι Bacch. 33; πρὸς τὰ ἱερὰ ἱκετῶν καθεζομένων Thuc. 3, 70; sich lagern, 2, 18. 19; ἐκαθέζετο παρὰ τοὺς πόδας μου Plat. Prot. 310 c; ἵνα παρ' αὐτῷ καθέζοιτο Charm. 155 a; καθεδεῖται Theaet. 146 a, wie Ar. Ach. 841; sich aufhalten, Aesch. 1, 120. – Einen aor. pass. καθεσθείς hat Agath. 53 (IX, 644), ἐκαθέσθη Long. 3, 5, Paus. 9, 3, 11 u. a. Sp., den aber Luc. soloecist. 11 verwirft; vgl. Phryn. p. 269. – Das praes. καθέζομαι steht Lys. 13, 37 Plat. Ax. 371 c Ath. I, 17 f Paus. 10, 5, 2. – Vgl. καθεῖσα, κάθημαι und καθίζω.
Greek (Liddell-Scott)
καθέζομαι: παρατ. ἐκαθεζόμην, ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ (ὡς εἰ μὴ ἦν σύνθετον), Ξεν. Ἀν. 1. 5, 9, Κύρ. 5. 3, 25 (ἀλλὰ συχνάκις ὡς ἀόρ. β΄, ὡς ἐν Θουκ. 4. 110, Πλάτ., κλ.)· παρὰ Ποιηταῖς, καθεζόμην, Ὅμ., Τραγ., ἔτι καὶ Ἀριστοφ. ἐν Λυσ. 1139: ― μέλλ. καθεδοῦμαι, ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 200, Ὄρν. 727, Ἀνδοκ. 15. 8, Πλάτ. ἐν Θεαιτ. 146Α· παρὰ μεταγεν. καθεδήσομαι Διογ. Λ. 2 72· ὡσαύτως μεταγεν. μέλλ. καθεσθήσομαι Ἑβδ. (Λευ. ΙΒ, 5)· ἀόρ. καθεσθεὶς Ἀνθ. Π. 9. 644, Παυσ. 9. 3, 11, ἀλλ’ ἴδε Λουκ. Σολοικ. 11 καὶ πρβλ. Φρύν. 269. πρβλ. κάθημαι· ὁ Buttm διϊσχυρίζετο ὅτι ὁ γνήσιος ἐνεστὼς καὶ παρατ. ἦτο καθίζομαι, ἐκαθιζόμην, καὶ ὅτι τὸ ἐκαθεζόμην ἢ καθεζόμην ἦτο μόνον ἀόρ.· ἀλλὰ τὰ νῦν ὑπάρχοντα Ἀντίγραφα εἶναι ἐναντία τῆς τοιαύτης γνώμης· ἴδε Veitch Ἀνώμαλ. Ρήματ.: ― ἐπὶ τῆς μεταβ. ἐννοίας παραλαμβάνονται τὰ καθίζω, καθιδρύω: Ἀποθ. καθίζω, ἀγορήνδε καθεζώμεσθα κιόντες, νὰ ὑπάγωμεν καὶ νὰ καθίσωμεν εἰς τὴν ἀγοράν, Ὀδ. Α. 372· ἐπὶ θύρῃσι καθέζετο, ἐκάθισεν, Ι. 417, πρβλ. Ἰλ. Ω. 126, κτλ.· κατ’ ἄρ’ ἔζευ ἐπὶ θρόνου Ἰλ. Ω. 522 κατ’ ἄρ ἕζετ’ ἐπὶ.. λίθοισιν Ὀδ. Γ. 406 καθεζομένη πρόχνυ (ἴδε πρόχνυ)· οὕτω, καθ. ἐν... εὐνατηρίοις Σοφ. Τρ. 918· ἐπὶ ζυγοῖς Εὐρ. Φοίν. 75· ἐς θρόνον Αἰσχύλ. Πρ. 229· ἐνθαδὶ Ἀριστοφ. Βάτρ. 200· οὐ λαχόντες προεδρεύειν, ἀλλ’ ἐκ παρασκευῆς καθεζόμενοι Αἰσχίν. 54. 8· 2) κάθημαι, μετὰ τῆς συμπαρομαρτούσης ἐννοίας τοῦ ἀναπαύομαι, τίφθ’ οὕτως κατ’ ἄρ’ ἕζεαι ἶσος ἀναύδῳ; Ὀδ. Κ. 378, πρβλ. Ζ. 295 3) καθίζω ὡς ἱκέτης, ἱκέται καθεζόμεσθα βώμιοι Εὐρ. Ἡρακλ. 33· πρὸς τὰ ἱερὰ ἱκετῶν καθεζομένων Θουκ. 3 70. πρβλ. Ἀριστοφ. Λυσ. 1139, Δημ. 262. 18. 4) ἐπὶ στρατοῦ, καθίζω εἴς τινα τόπον, στρατοπεδεύω, Θουκ. 2. 18., 7. 77.
English (Autenrieth)
subj. καθεζώμεσθα, part. -όμενος, ipf. καθέζετο: sit down; of a public session, Od. 1.372 ; πρόχνυ καθεζομένη, ‘kneeling down,’ Il. 9.570; of a bird, ‘perched,’ Od. 19.520; ‘staying,’ Od. 6.295.
English (Slater)
καθέζομαι
1 sit Ζῆνα καθεζόμενον κορυφαῖσιν ὕπερθε (Pae. 12.10)
English (Strong)
from κατά and the base of ἑδραῖος; to sit down: sit.