συνήθεια

From LSJ
Revision as of 18:10, 28 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (T22)

εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνήθεια Medium diacritics: συνήθεια Low diacritics: συνήθεια Capitals: ΣΥΝΗΘΕΙΑ
Transliteration A: synḗtheia Transliteration B: synētheia Transliteration C: synitheia Beta Code: sunh/qeia

English (LSJ)

ἡ,

   A habitual intercourse, acquaintance, intimacy, αἱ πρὸς ἀλλήλους σ. Isoc.1.1; διατριβαὶ καὶ -θειαι μετά τινων Aeschin.2.23; ἡ τῶν φίλων σ. ib.152; σ. καὶ φιλία Arist.GA753a12; ἡ πολιτικὴ σ. Id.EN1181a11; τὰς τῶν φαύλων σ. ὀλίγος χρόνος διέλυσε Isoc.1.1; ὅπως ἂν αἱ σ. διαζευχθῶσιν Arist.Pol.1319b26; καὶ αὐτῷ δέ μοί εἰσι σ. PCair.Zen.42.2 (iii B.C.); ὢν ἡμῖν ἐν συνηθείᾳ PMich.Zen.82.3 (iii B.C.).    b sexual intercourse, X.Cyr.6.1.31 (v.l.); σ. ἔχειν μετὰ γυναικός Plu.2.310e; πρὸς γυναῖκα Vett.Val.288.23.    2 of animals, herding together, Arist.HA575b19; νέμεσθαι κατὰ συνηθείας in herds, ib.611a7, cf. Ael.NA2.31; so of soldiers, κατὰ συνηθείας in messes, Plb.35.4.14.    II habit, custom, h.Merc.485 (pl.), Hp.VM3, Pl.R. 516a, etc.; pl., φαῦλαι σ. bad habits, Epicur.Sent.Vat.46; κατὰ συνήθειαν τοῦ προτέρου βίου Pl.R.620a; ἐν τοῖς ἤθεσι τοῖς τῆς ἑαυτοῦ συνηθείας in his own accustomed haunts, Id.Lg.865e; ἡ σ. τοῦ ἔργου habituation to it, X.Cyn.12.4; λήθην ἢ συνήθειαν τῶν ἀδικημάτων D. 19.3, cf. 60.27; πολλῆς . . σ. ἡ ῥητορική Epicur.Fr.46; τῇ σ. τοῦ εἰδώλου by being used to it, 1 Ep.Cor.8.7; practice, Plb.1.42.7, cf.Pl. Lg.656d: with Preps., διὰ συνήθειαν Id.Sph.248b; διὰ τὴν σ. Arist. HA494b21; ἐκ συνηθείας OGI629.12,79 (Palmyra, ii A.D.); κατὰ σ. Pl.R.l.c.; παρὰ συνήθειαν Id.Lg.655e; ἠναγκάσμεθα ὑπὸ συνηθείας Id.Tht.157b; σ. ἔχειν τῇ πολιτείᾳ to be used to it, practised in it, Plb.39.5.2; σ. κτᾶσθαι πρὸς τὰ κοινά Plu.2.791a.    2 the customary usage of language, ἐκ σ. ῥημάτων καὶ ὀνομάτων Pl.Tht.168b, cf. Chrysipp.Stoic.3.33; εἰς συνήθειαν ἐποίησε τοῦ λόγου τούτου τὴν πόλιν καταστῆναι brought the city to habitual use of this phrase, Aeschin. 1.165; ἡ σ. τῶν Ἑλλήνων, αἱ κατὰ τὰς διαλέκτους σ., Phld.Rh.1.59 S., Gal.18(2).237, Phld.Po.5.2; ἐν τῇ τεχνικῇ καὶ μὴ εἰκαίᾳ σ. Diocl. Magn.Stoic.3.214: abs., ordinary language, ἐν τῇ σ. Plu.2.22f, cf.ib.c, 1113a; κατὰ τὴν σ. A.D.Synt.323.22, cf. Demetr.Eloc.69, al., D.H. Amm.2.11, Herod.Med. in Rh.Mus.49.549.    III customary gratuity, Sammelb.7336.13 (iii A.D.), 7369.25 (vi A.D.), PLond.1.113 (3).11, 3.1036.8 (both vi A.D.): pl., perquisites, Cod.Just.3.2.4, Just. Nov.134.1, al.

Greek (Liddell-Scott)

συνήθεια: ἡ, συναναστροφή, σχέσις, γνωριμία, φιλία, Λατιν. consue?do, πρός τινα Ἰσοκρ. 2Α, κτλ.˙ μετά τινος Αἰσχίν. 31. 18˙ ἡ τῶν φίλων σ. ὁ αὐτ. 48. 27˙ σ. καὶ φιλία Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 12, 15˙ ἡ πολιτικὴ σ. ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Νικ. 10. 9, 19˙ πληθ., αἱ στεναὶ γνωριμίαι καὶ σχέσεις, τῶν φαύλων σ. ὀλίγος χρόνος διέλυσεν Ἰσοκρ. 2Α˙ ὅπως αἱ σ. διαζευχθῶσιν Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 4, 19˙ ― σαρκικὴ συνουσία, μῖξις, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 31˙ σ. ἔχειν μετὰ γυναικὸς Σώστρ. παρὰ Στοβ. τ. 64. 34˙ ἐπὶ ζῴων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 21, 7. 2) ἐπὶ ζῴων, συναγελασμός, ἀγέλη, νέμεσθαι κατὰ συνηθείας, κατὰ ἀγέλας, αὐτόθι 9. 4, πρβλ. Αἰλιαν. περὶ Ζῴων 2. 31˙ ― οὕτως ἐπὶ στρατιωτῶν, κατὰ συνηθείας, κατὰ συσσίτια, Πολύβ. 35. 4, 14. ΙΙ. ἕξις, ἔθος, συνήθεια, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 485, Ἱππ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρ. 9, Πλάτ. Πολ. 516Α˙ κατὰ συν. τοῦ προτέρου βίου αὐτόθι 620Α˙ τοῖς ἤθεσι τῆς ἑαυτοῦ συνηθείας, εἰς τοὺς συνήθεις τόπους ἔνθα διατρίβει, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 865Ε˙ σ. τοῦ ἔργου, ἕξις, ἐξοικείωσις πρὸς αὐτό, Ξεν. Κυν. 12, 4˙ λήθην ἢ συνήθειαν τῶν ἀδικημάτων Δημ. 342. 11, πρβλ. 1397. 13· τῇ σ. τοῦ εἰδώλου ὡς εἰδωλόθυτον ἐσθίουσιν Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορ. η΄, 7˙ ― ἐφαρμογή, ἄσκησις, γυμνασία, Πολύβ. 1. 42, 7, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 656D· ― μετὰ προθέσεων, διὰ συνήθειαν ὁ αὐτ. ἐν Σοφ. 248Β˙ διὰ τὴν σ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16. 1˙ κατὰ ἢ παρὰ συνήθειαν, ἐναντίον τῆς συνηθείας, Πλάτ. Πολ. 620Α, Νόμ. 655Ε· ὑπὸ συνηθείας ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 157Α˙ ― σ. ἔχω τινί, εἶμαι συνηθισμένος εἴς τι, Πολύβ. 40. 10, 2˙ σ. κτᾶσθαι πρός τι Πλούτ. 2. 791Α. 2) ἡ κατὰ συνήθειαν χρῆσις τῆς γλώσσης, ἐκ σ. ῥημάτων καὶ ὀνομάτων Πλάτ. Θεαίτ. 168Β˙ εἰς συνήθειαν ἐποίησε τοῦ λόγου τούτου τὴν πόλιν καταστῆναι, ἔκαμε τὴν πόλιν εἰς συνήθη χρῆσιν τῆς φράσεως ταύτης, Αἰσχίν. 23. 37˙ σ. Ἀθηναίων Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 228˙ ― ἰδίως ἡ κοινὴ καὶ συνήθης γλῶσσα, ἐν τῇ συνηθείᾳ Πλούτ. 2. 22F, πρβλ. αὐτόθι C, 1113Α, καὶ Γραμμ. ΙΙΙ. παρὰ τοῖς Βυζαν., 1) φόρος. 2) πληρωμή, μισθός.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
I. habitudes en commun, vie en commun ; p. suite :
1 relations habituelles, commerce, société;
2 commerce intime;
II. habitude :
1 manière d’être habituelle : συνήθειαν κτᾶσθαι πρός τι PLUT acquérir l’habitude de qch;
2 usage courant d’un mot, d’une locution ; dialecte commun ou vulgaire.
Étymologie: συνήθης.

English (Strong)

from a compound of σύν and ἦθος; mutual habituation, i.e. usage: custom.

English (Thayer)

συνηθείας, ἡ (συνήθης, and this from σύν and ἦθος), from Isocrates, Xenophon, Plato down, Latin consuetudo, i. e.
1. contact (with one), intimacy: custom: Buttmann, § 189,45); a being used to: with a genitive of the object to which one is accustomed, L T Tr WH.