ψαλίδι

From LSJ
Revision as of 06:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἔρως δίκαιος καρπὸν εὐθέως φέρει → Cupiditas, quae sit iusta, fructum fert statim → Gerechtes Streben bringt geradewegs Ertrag

Menander, Monostichoi, 140

Greek Monolingual

το / ψαλίδιον, ΝΜΑ, και ψαλλίδιον Μ ψαλίς, -ίδος]
νεοελλ.
κοπτικό εργαλείο αποτελούμενο από δύο αντικρυστές, συναρθρωμένες στο μέσον, μεταλλικές λεπίδες, οι οποίες τέμνουν κάτι, όταν έρχονται σε επαφή οι διευθετημένες στα αντίθετα άκρα τους λαβές
2. χειρουργικό εργαλείο με αυτό το σχήμα
3. (δομ.) το ζεύγος δοκών που ενώνονται σε σχήμα Λ και συγκροτούν το ζευκτό στέγης, οι αμείβοντες
4. (κατ' επέκτ.) ολόκληρο το ζευκτό
5. το κλαδευτήρι του κηπουρού
6. μτφ. α) (αθλ.) τρόπος λακτίσματος, κατά τον οποίο ο παίκτης ανατρέπει το σώμα του με το κεφάλι προς τα κάτω και χτυπάει την μπάλα στον αέρα προς τα πίσω
β) άσκηση γυμναστικής ή χορευτική φιγούρα, που εκτελείται κατά μίμηση της κίνησης του παραπάνω εργαλείου
7. φρ. α) «ψαλίδι πάει η γλώσσα του»
μτφ. μιλάει πολύ, είναι φλύαρος ή μιλάει γρήγορα
β) «έχει [ή είναι] καλό ψαλίδι»
μτφ. (για πρόσ.) είναι καλός ράφτης
γ) «δούλεψε [ή έπεσε] ψαλίδι»
μτφ.») (σχετικά με γραπτό κείμενο ή κινηματογραφική ταινία) έγιναν πολλές περικοπές, λογοκρίθηκε αυστηρά
ii) λέγεται για σύγγραμμα του οποίου τα περιεχόμενα είναι στο μεγαλύτερο μέρος τους συρραφή αποσπασμάτων από άλλα έργα
δ) «βιομηχανικό ψαλίδι»
τεχνολ. βιομηχανικό εργαλείο κατασκευαζόμενο σε πολλές διαμορφώσεις, ανάλογα με τον προορισμό του, και αποτελούμενο συνήθως από μία σταθερή λεπίδα, προσαρμοσμένη στο ένα άκρο μεταλλικού τραπεζιού, και από μία άλλη λεπίδα, κινητή στο κατακόρυφο επίπεδο.