παρεισέρχομαι

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρεισέρχομαι Medium diacritics: παρεισέρχομαι Low diacritics: παρεισέρχομαι Capitals: ΠΑΡΕΙΣΕΡΧΟΜΑΙ
Transliteration A: pareisérchomai Transliteration B: pareiserchomai Transliteration C: pareiserchomai Beta Code: pareise/rxomai

English (LSJ)

with aor. and pf. Act.,
A come or go in beside: Medic., of fingers or instruments, to be inserted, Gal.18(1).323, 332: generally, come in, ὅπως… τύχη παρεισέλθῃ Epicur.Fr.281p.351U.; παρεισελθόντες ὡς φίλιοι Plb.1.7.3, al.; νόμος παρεισῆλθεν ἵνα πλεονάσῃ τὸ παράπτωμα Ep.Rom. 5.20; π. ἄφνω πρὸς τὴν ἑστίαν Plu.Cor. 23; to be introduced, of a side-issue, Gal.8.749: c. inf., π. κατασκοπῆσαι Ep.Gal.2.4.
II occur, suggest itself, of an idea, τινι Vett. Val.357.9.

German (Pape)

[Seite 512] (s. ἔρχομαι), daneben od. heimlich hinein-, dazu kommen; Pol. 1, 7, 3 u. öfter; εἰς τὸ στρατόπεδον, Plut. Poplic. 17; a. Sp.

French (Bailly abrégé)

c. παρεισδύομαι.
Étymologie: παρά, εἰσέρχομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρ-εισέρχομαι heimelijk binnengaan, binnendringen:. παρεισῆλθεν εἰς τὸ στρατόπεδον hij sloop het kamp binnen Plut. Publ. 17.2; παρεισῆλθον κατασκοπῆσαι zij zijn binnengeslopen om te spioneren NT Gal. 2.4.

Russian (Dvoretsky)

παρεισέρχομαι:
1 проскальзывать, прокрадываться (εἰς τὸ στρατόπεδον Plut.);
2 приходить после, присоединяться (νόμος παρεισῆλθεν NT).

English (Strong)

from παρά and εἰσέρχομαι; to come in alongside, i.e. supervene additionally or steathily: come in privily, enter.

English (Thayer)

2nd aorist παρεισῆλθον;
1. to come in secretly or by stealth (cf. παρά, IV:1), to creep or steal in (Vulg. subintroeo): Polybius 1,7, 3; 1,8, 4; (especially) 2,55, 3; Philo de opif. mund. § 52; de Abrah. § 19, etc.; Plutarch, Poplic. 17; Clement, homil. 2,23).
2. to enter in addition, come in besides (Vulg. subintro): Romans 5:20, cf. 12.

Greek Monolingual

ΜΑ
1. εισέρχομαι κάπου από πλάγια είσοδο ή με δόλο
2. εισέρχομαι, μπαίνω κάπου
μσν.
εισέρχομαι κατόπιν
αρχ.
1. παρεντίθεμαι, παρεμβάλλομαι
2. φρ. «παρεισέρχεταί μοι» — μου έρχεται τυχαία ή ξαφνικά μια ιδέα.

Greek Monotonic

παρεισέρχομαι: αποθ. με Ενεργ. αορ. και παρακ., έρχομαι ή πηγαίνω πλαγίως ή κρυφά, σε Πολύβ., Κ.Δ.

Greek (Liddell-Scott)

παρεισέρχομαι: ἀποθ., μετ’ αὀρ. καὶ πρκμ. ἐνεργ., εἰσέρχομαι πλαγίως ἢ λάθρα, Πολύβ. 1. 7, 3, κ. ἀλλ., Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. ε΄, 20· π. ἄφνω Πλουτ. Κοριολ. 23· μετ’ ἀπαρ., π. κατασκοπῆσαι Ἐπιστ. πρ. Γαλάτ. β΄, 4.

Middle Liddell

Dep. with aor. and perf. act. to come or go in beside or secretly, Polyb., NTest.

Chinese

原文音譯:pareisšrcomai 爬而-誒士-誒而何買
詞類次數:動詞(2)
原文字根:在旁-進入-來
字義溯源:從旁進來,進來,偷著進來,私下,外添;由(παρά)*=旁,出於)與(εἰσέρχομαι)=進來)組成;而 (εἰσέρχομαι)又由(εἰς)*=到,進入)與(ἔρχομαι)*=來)組成
出現次數:總共(2);羅(1);加(1)
譯字彙編
1) 私下(1) 加2:4;
2) 外添的(1) 羅5:20