περιλάμπω
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
English (LSJ)
A shine around or brightly, Id.Cam. 17; πρὸς τὴν σελήνην Id.Arat.21, etc.:—Med., περιλαμπομένας φύσεις ὑπερβάλλειν λαμπρότητι D.S.3.12; τῷ χρυσῷ Luc.Ind.9.
II c.acc., light up, πολεμίῳ πυρὶ τὴν Ἑλλάδα π. Demad.39; illuminate, τὰ κεκρυμμένα τῶν ἀδικημάτων ταῖς ἀκτῖσι Ph.1.634; shine around, Plu.Cic. 35; φῶς π. τινά Act.Ap.26.13, cf. Ev.Luc.2.9:—Pass., to be illumined, φωτί, ὑπὸ τῆς φλογός, Plu.Per.39, Dio 46; ὑπὸ τῶν ἀστέρων Luc.Dom. 8.
German (Pape)
[Seite 582] rings umher od. von allen Seiten glänzen, sehr strahlen, Plut. Camill. 17; auch trans., umleuchten, erhellen, Cic. 35; u. pass., Pericl. 39.
French (Bailly abrégé)
1 intr. briller tout autour ou d'un vif éclat;
2 tr. illuminer, envelopper de lumière, acc..
Étymologie: περί, λάμπω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-λάμπω met acc. omstralen, om... stralen:. περιλάμψαν με φῶς een licht dat mij omstraalde NT Act. Ap. 26.13; τὰ ὅπλα περιλάμποντα τὴν ἀγοράν de wapens die rond het Forum schitterden Plut. Cic. 35.5. abs. rondom schitteren:. τὰ ὅπλα περιλάμποντα τὴν ὄψιν ἀποκρύπτειν de schittering van de wapens verhulde zijn gezicht Plut. Cam. 17.7.
Russian (Dvoretsky)
περιλάμπω:
1 ярко сиять, сверкать (τὰ ὅπλα περιλάμποντα Plut.);
2 ярко освещать, озарять (τὴν ἀγοράν Plut.; τινά NT): ὑπὸ τῶν ἀστέρων περιλαμπόμενος Luc. озаренный звездами.
English (Strong)
from περί and λάμπω; to illuminate all around, i.e. invest with a halo: shine round about.
English (Thayer)
1st aorist περιελαμψα; to shine around: τινα, Diodorus, Josephus, Plutarch, others.)
Greek Monolingual
ΝΜΑ
1. περιβάλλω κάτι με λάμψη, φωτίζω κάτι σε όλα του τα σημεία, κάνω κάτι να λάμπει ολόκληρο
2. λάμπω από παντού, απαστράπτω, φεγγοβολώ
νεοελλ.
κάνω κάτι κρυμμένο να γίνει γνωστό, φανερώνω
αρχ.
1. φωτίζω πυρπολώντας
2. παθ. περιλάμπομαι
φωτίζομαι από παντού, περιβάλλομαι από φως, καταυγάζομαι
4. μτφ. διαφωτίζω.
Greek Monotonic
περιλάμπω: μέλ. -ψω,
I. λάμπω ολόγυρα, σε Πλούτ.
II. με αιτ., ακτινοβολώ, φῶς περιλάμπω τινά, σε Καινή Διαθήκη — Παθ., είμαι φωτισμένος, σε Πλούτ., Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
περιλάμπω: λάμπω ὁλόγυρα, ἀκτινοβολῶ, Πλουτ. Κάμιλλ. 17, Ἄρατ. 21, κτλ.· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ περιλαμπομένας φύσεις ὑπερβάλλειν λαμπρότητι Διόδ. 3. 12· τῷ χρυσῷ Λουκ. πρὸς Ἀπαιδ. 9. ΙΙ. μετ’ αἰτ., πληρῷ λάμψεως, κύκλῳ τὰ ὅπλα περιλάμποντα τὴν ἀγορὰν Πλουτ. Κικ. 35· εἶδον οὐρανόθεν ὑπὲρ τὴν λαμπρότητα τοῦ ἡλίου περιλάμψαν με φῶς καὶ τοὺς σὺν ἐμοὶ πορευομένους Πράξ. Ἀποστ. κϚ΄, 13, πρβλ. Εὐαγγ. κ. Λουκ. β΄, 9. ― Παθ., φωτίζομαι, φωτί, ὑπὸ τῆς φλογὸς Πλουτ. Περικλ. 39, Δίων 46· ὑπὸ τῶν ἀστέρων Λουκ. περὶ Οἴκου 8.
Middle Liddell
fut. ψω
I. to beam around, Plut.
II. c. acc. to shine around, φῶς π. τινά NTest.:—Pass. to be illumined, Plut., Luc.
Chinese
原文音譯:peril£mpw 胚里-藍坡
詞類次數:動詞(2)
原文字根:周圍-發光
字義溯源:周圍照射,四面照著,照亮;由(περί / περαιτέρω)=周圍)與(ἐπιλάμπω / λάμπω)*=放光)組成;其中 (περί / περαιτέρω)出自(πέραν)=那邊),及(πειράω)X*=刺透)
出現次數:總共(2);路(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 四面照著(2) 路2:9; 徒26:13