προβλέπω
ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.
English (LSJ)
foresee, ὅτι ἥξει ἡ ἡμέρα LXX Ps.36(37).13; provide against, D.H.11.20; λογισμῷ μηδὲν π. Heraclit.Incred.11; τῇ ψυχῇ προβλέπειν Him.Or.31.1; provide, θανάτου μνημόσυνον IG12(8).561 (Thasos):—Med., θεοῦ περὶ ἡμῶν τι προβλεψαμένου Ep.Hebr.11.40.
German (Pape)
[Seite 711] vorsehen, vorhersehen; πᾶσαν ἀπάτην, D. Hal. 11, 20; med., N.T.
French (Bailly abrégé)
prévoir, prévenir;
Moy. προβλέπομαι m. sign.
Étymologie: πρό, βλέπω.
NT: avoir en vue
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-βλέπω meestal med. voorzien, voorzienig zijn.
English (Strong)
from πρό and βλέπω; to look out beforehand, i.e. furnish in advance: provide.
English (Thayer)
to foresee (Dionysius Halicarnassus, Antiquities 11,20); 1st aorist middle participle προβλεψαμενος; to provide: τί περί τίνος, Winer's Grammar, § 38,6; Buttmann, 194 (167)).
Greek Monolingual
ΝΜΑ
1. βλέπω κάτι προτού συμβεί, προαισθάνομαι, προμαντεύω («προβλέπεται αυξημένη παραγωγή εσπεριδοειδών»)
2. προνοώ, φροντίζω έγκαιρα, κανονίζω, ρυθμίζω κάτι εκ τών προτέρων (α. «είναι το πνεύμα λεύτερο, προβλέπει και λογιάζει», Ερωτόκρ.
β. «οι προβλεπόμενες από το Σύνταγμα διατάξεις» γ. «προβλέπειν θανάτου μνημόσυνον», επιγρ.)
αρχ.
παίρνω μέτρα εναντίον κάποιου.
Greek Monotonic
προβλέπω: βλέπω εκ των προτέρων· ομοίως στη Μέσ., σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
προβλέπω: ὡς καὶ νῦν, Διον. Ἁλ. 11. 20. ― Μέσ., Ἐπιστ. πρ. Ἑβρ. ια΄, 40.
Middle Liddell
to foresee: so in Mid., NTest.
Chinese
原文音譯:problšpw 普羅-不累坡
詞類次數:動詞(1)
原文字根:以前-投 觀看
字義溯源:事前注視,準備,提供,預備;由(πρό)*=前)與(βλέπω)*=看見)組成
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編:
1) 預備了(1) 來11:40