συνοικοδομέω
ἀσκὸς ὕστερον δεδάρθαι κἀπιτετρίφθαι γένος → I'd be willing to be flayed into a wineskin afterwards and to have my line wiped out
English (LSJ)
A build together, ἐκ πολλῶν ἓν οἰκητήριον Plu.Comp.Thes. Rom.4:—Pass., IG22.1180.16; οἰκίαι ἐκ πλίνθων συνῳκοδομημέναι entirely built, D.C.39.61, cf. POxy.1648.60 (ii A.D.): metaph. in Pass. of believers, Ep.Eph.2.22.
2 Pass., to be built in with other materials, λίθοι ξυνῳκοδομημένοι Th.1.93; σ. οἱ κίονες τοῖς τοίχοις D.S.13.82.
3 build up, block up, Id.3.37.
French (Bailly abrégé)
συνοικοδομῶ :
pf. Pass. συνῳκοδόμημαι;
1 bâtir ensemble : ἐκ πολλῶν ἓν οἰκητήριον PLUT de plusieurs constructions n'en faire qu'une;
2 unir des matériaux ou des parties d'édifice à d'autres dans une construction.
Étymologie: σύν, οἰκοδομέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνοικοδομέω [σύν, οἰκοδομέω] samen opbouwen; overdr., pass.: ἐν ᾧ καὶ ὑμεῖς συνοικοδομεῖσθε εἰς κατοικητήριον τοῦ θεοῦ in wie ook u samen opgebouwd wordt tot een woning van God NT Eph. 2.22.
German (Pape)
zusammenbauen; λίθοι ξυνῳκοδομημένοι, Thuc. 1.93; ἐκ πολλῶν ἓν οἰκητήριον, Plut. Thes. et Rom. 4; zugleich erbauen, NT.
Russian (Dvoretsky)
συνοικοδομέω: вместе строить, застраивать: ἐκ πολλῶν ἓν οἰκητήριον σ. Plut. соединять многие постройки в одно целое; λίθοι ξυνῳκοδομημένοι Thuc. сложенные вместе камни.
English (Strong)
from σύν and οἰκοδομέω; to construct, i.e. (passively) to compose (in company with other Christians, figuratively): build together.
English (Thayer)
συνοικοδόμω: present passive, συνοικοδομοῦμαι; (Vulg. coaedifico); to build together i. e.
a. to build together or with others (1Esdr. 5:65 (66)).
b. to put together or construct by building, out of several things to build up one whole (οἰκία εὖ συνωκοδομημενη καί συνηρμοσμενη, of the human body, Philo de praem. et poen. § 20): Thucydides, Diodorus, Dio Cassius, Plutarch.)
Greek Monotonic
συνοικοδομέω: μέλ. -ήσω,
1. οικοδομώ, χτίζω μαζί, σε Πλούτ.· μεταφ., στην Παθ., εδραιώνομαι στην πίστη και την ευσέβεια, λέγεται για τους χριστιανούς πιστούς, σε Καινή Διαθήκη
2. Παθ., οικοδομούμαι, χτίζομαι μαζί με άλλα υλικά· λίθοι ξυνῳκοδομημένοι, σε Θουκ.
Greek Monolingual
συνοικοδομέω, Α οἰκοδομῶ
1. οιδοδομώ συγχρόνως
2. τειχίζω, αποκλείω με τείχος
3. παθ. συνοικοδομοῦμαι, -έομαι
α) οικοδομούμαι εντελώς
β) οικοδομούμαι μαζί με κάτι άλλο («συνωκοδομοῦν
το οἱ κίονες τοῦς τοίχοις», Διόδ.).
Greek (Liddell-Scott)
συνοικοδομέω: οἰκοδομῶ ὁμοῦ, ἐκ πολλῶν ἓν οἰκητήριον Πλουτ. Θησ. κ. Ρωμ. Σύγκρ. 4· οἰκίαι ἐκ πλίνθων συνῳκοδομημέναι, ᾠκοδομημέναι ἐντελῶς, Δίων Κ. 39. 61· ― μεταφορ. ἐν τῷ παθ., ἐπὶ τῶν πιστῶν, ἐν ᾧ καὶ ὑμεῖς συνοικοδομεῖσθε εἰς κατοικητήριον τοῦ θεοῦ Ἐπιστ. πρ. Ἐφεσ. β΄, 22. 2) Παθ., οἰκοδομοῦμαι ὁμοῦ, ξυνῳκοδομημένοι μεγάλοι λίθοι καὶ ἐν τομῇ ἐγγώνιοι Θουκ. 1. 93· σ. οἱ κίονες τοῖς τοίχοις Διόδ. 13. 82. 3) ἀποτειχίζω, ἀποκλείω, ὁ αὐτ. 3. 37.
Middle Liddell
fut. ήσω
1. to build together, Plut.:— metaph. in Pass. to be edified together, of believers, NTest.
2. Pass. to be built in with other materials, λίθοι ξυνῳκοδομημέναι Thuc.
Chinese
原文音譯:sunoikodomšw 尋-哀可-多姆哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:共同-家-建造
字義溯源:構造,同被建造;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(οἰκοδομέω / οἰκοδόμος)=匠人)組成,其中 (οἰκοδομέω / οἰκοδόμος)出自(οἰκοδομή)=建築), (οἰκοδομή)由(οἶκος)*=住處)與(δῶμα)=廈)組成,而 (δῶμα)出自(δελεάζω)Z*=建造)
出現次數:總共(1);弗(1)
譯字彙編:
1) 同被建造(1) 弗2:22