αναλέγω

From LSJ

μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation

Source

Greek Monolingual

ἀναλέγω, Μ ἀναλέγομαι) λέγω (ΙΙ)]
μσν.- νεοελλ.
εκλέγω, διαλέγω
νεοελλ.
Ι. ενεργ.
1. τυλίγω, περιτυλίγω
2. μαλώνω, επιπλήττω
3. διανύω, ανεβαίνω, σκαρφαλώνω, τρέχω
ΙΙ. μέσ.
1. διηγούμαι, εξιστορώ
2. αναλογίζομαι, σκέφτομαι
3. αισθάνομαι τάση για εμετό
αρχ.
Ι. ενεργ. συναθροίζω, συγκεντρώνω, συλλέγω, μαζεύω
ΙΙ. μέσ.
1. μαζεύω για τον εαυτό μου
2. υπολογίζω, μετρώ (τον χρόνο)
3. διαβάζω ένα σύγγραμμα από την αρχή μέχρι το τέλος
ΙΙΙ. φρ. «ἀναλέγομαι πνεῦμα», κρατώ την αναπνοή μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + λέγω (ΙΙ)
ΠΑΡ. αναλέκτης, ανάλεκτος
νεοελλ.
ανάλεκτα].