δύσορμος
πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced
English (LSJ)
δύσορμον,
A with bad anchorage, νῆσος… δ. ναυσί A.Pers. 448; also τὰ δύσορμα = rough ground, where one can scarce get footing, X.Cyn. 10.7.
II Act., πνοαὶ δύσορμοι = winds that detained the fleet in harbour or that kept it from reaching harbour, foul winds, A.Ag.193 (lyr.).
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῠ-]
1 de difícil anclaje, donde es difícil fondear νῆσος ... δ. ναυσίν A.Pers.448, αἰγιαλός Plu.Fab.6, Peripl.M.Rubri 10, cf. Plu.Lys.10, χωρία Plu.Pyrrh.15, πολισμάτια I.AI 15.333, χώρα Peripl.M.Rubri 20, cf. 43, ἀκτή App.BC 5.88
•de difícil anclaje, difícil de sujetar al suelo de una red de caza ἐμφράττειν τῇ ὕλῃ καὶ τὰ δύσορμα X.Cyn.10.7, cf. Plu.Caes.58.
2 que impide fondear πνοαί A.A.193.
German (Pape)
[Seite 685] dasselbe; νῆσος δ. ναυσίν Aesch. Pers. 440; αἰγιαλός Plut. Fab. 6; λιμήν B. A. 13. Auch πνοαί im Hafen zurückhaltende Winde, Aeseh. Ag. 186. Übertr., τὰ δύσορμα, unwegsame Stellen, wo man nicht gut fußen kann, Xen. Cyn. 10, 7.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 où il est difficile d'aborder;
2 qui empêche d'aborder.
Étymologie: δυσ-, ὅρμος.
Russian (Dvoretsky)
δύσορμος:
1 не имеющий хороших пристаней, непригодный для причаливания (νῆσος Aesch.; αἰγιαλός Plut.);
2 задерживающий (суда) в порту, т. е. встречный, противный (πνεῦμα Aesch.);
3 малодоступный: τὰ δύσορμα Xen. малодоступные места, трудные (для дичи) проходы.
Greek (Liddell-Scott)
δύσορμος: -ον, ἔχων κακὸν ὄρμον ἢ λιμένα, νῆσος… δ. ναυσὶ Αἰσχύλ. Πέρσ. 448· ἀλλά, τὰ δύσορμα, πετρώδη μέρη, ἔνθα τις δὲν εὑρίσκει τόπον νὰ πατήσῃ, Ξεν. Κυν. 10, 7. ΙΙ. ἐνεργ., πνοαὶ δ., ἄνεμοι ἐναντίοι εἰς τὸν εἴσπλουν καὶ ἔκπλουν τῶν πλοίων, Αἰσχύλ. Ἀγ. 194· πρβλ. ἅλη ΙΙ.
Greek Monolingual
δύσορμος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει άσχημους όρμους, αραξοβόλια («νῆσός ἐστι... δύσορμος ναυσίν», Αισχ.)
2. (για άνεμο) αυτός που κρατά πλοία στο λιμάνι, εμποδίζει την είσοδο ή την έξοδο
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ δύσορμα
πετρώδη και δύσβατα μέρη όπου δύσκολα πατά άνθρωπος.
Greek Monotonic
δύσορμος: -ον, I. αυτός που έχει κακό αγκυροβόλι, σε Αισχύλ.· τὰ δύσορμα, τραχύ, ανώμαλο έδαφος, έδαφος στο οποίο δεν μπορεί κάποιος να πατήσει, σε Ξεν.
II. Ενεργ., πνοαὶ δ., άνεμοι που εμποδίζουν την απόπλευση ή την ελλιμένιση πλοίων, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
δύσ-ορμος, ον
I. with bad anchorage, Aesch.:— τὰ δύσορμα rough ground, where one can scarce get footing, Xen.
II. act., πνοαὶ δ. that detained the fleet in harbour, Aesch.