εὐστέφανος
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
English (LSJ)
Ep. ἐϋστέφανος, ον, epithet of Artemis, Il.21.511; of Aphrodite, Od.8.267, al., Hes.Th.196, al.; of Demeter, h.Cer.224, Hes. Op.300; of a Nereid, Id.Th.255 (expld. by Sch.as
A well-girdled, = εὔζωνος).
2 εὐ. θεῶν θυσίαι graced with beauteous garlands, Ar. Nu.309 (lyr.); θυμέλαι IG5(1).734 (Sparta); λειμῶνες εὐ. crowned with flowers, Opp.C.1.462.
II of cities, crowned, circled with walls and towers, of Thebes, Il.19.99, Hes.Sc.80, Th.978; Mycenae, Od.2.120; εὐ. ἀγυιαί Pi.P.2.58; Κρότων D.P.369.
French (Bailly abrégé)
épq. ἐϋστέφανος;
ος, ον :
1 ceint d'une belle couronne, sel. d'autres à la belle ceinture (c. εὔζωνος);
2 fig. ceint de tours et de retranchements.
Étymologie: εὖ, στέφανος.
German (Pape)
p. ἐϋστέφανος, mit schönem Kopfschmucke, στεφάνη, und »schönbekränzt«, Letzteres bei Hom. nicht; Artemis, Il. 21.511; Aphrodite, Od. 8.267; Hes. Th. 196, 1008 und sp.D., z.B. Rufin. (V.87); Demeter, Hes. O. 298; H.h. Cer. 224; von einer Nereide, Hes. Th. 255; der Urania, Ep.adesp. 481 (VII.616); von einer Sterblichen, der Mykene, Od. 2.120; εὐστέφανοι θεῶν θυσίαι Ar. Nub. 307; λειμῶνες Opp. Cyn. 1.462. – Von Städten, mit Mauern wohl umkränzt, gut befestigt, Θήβη Il. 19.99; Hes. Sc. 80, Th. 978; Κρότων Dion. P. 369; wie auch ἀγυιαὶ εὐστ. Pind. P. 2.58 vom Schol. ὑψηλαί, εὖ τετειχισμέναι erklärt wird. Vgl. noch Ep.adesp. (APP 336).
Russian (Dvoretsky)
εὐστέφᾰνος: эп. ἐϋστέφανος 2
1 красиво увенчанный или красиво опоясанный (Ἄρτεμις Hom.; Δημήτηρ HH; Κυθέρεια Hes.);
2 увитый красивыми гирляндами (θεῶν θυσίαι Arph.);
3 обнесенный крепкой стеной, сильно укрепленный (Θήβη Hom., Hes.; Μυκῆναι Hom.; ἀγυιαί Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐστέφανος: Ἐπικ. ἐϋστέφανος, ον, ἐπίθ. τῆς Ἀρτέμιδος, Ἰλ. Φ. 511∙ ἐν τῇ Ὀδ. ἐπὶ τῆς Κυθερείας, Θ. 267, κ. ἀλλ., Ἡσ. Θ. 196, κ. ἀλλ.∙ ἐπὶ τῆς Δήμητρος, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 224, κτλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 298∙ περί τινος Νηρηΐδος, ὁ αὐτ. ἐν Θεογ. 255∙ (ἐν πᾶσι τούτοις τοῖς χωρίοις, κατὰ τοὺς παλαιοὺς ἑρμηνευτάς, οὐχί: καλῶς ἐστεφανωμένος, ἐστεμμένος, ὡς παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, ἀλλά: καλῶς ἐζωσμένος, ὡς τὸ εὔζωνος)∙ εὐστ. θεῶν θυσίαι, καλλιστέφανοι θυσίαι θεῶν, Ἀριστοφ. Νεφ. 309∙ λειμῶνες εὐστ., ἐστεμμένοι δι’ ἀνθέων, Ὀππ. Κυν. 1. 461. ΙΙ. ἐν Ἰλ. Τ. 99, Ἡσ. Ἀσπίδ. 80, Θεογ. 978, ἡ πόλις Θῆβαι καλεῖται ἐϋστέφανος (ἴδε στεφάνη), περιβαλλομένη καλοῖς τείχεσι καὶ πύργοις, ἐϋστεφάνῳ ἐνὶ Θήβῃ, ὅτ’ ἐϋστέφανον ποτὶ Θήβην, κτλ.∙ οὕτως, εὐστ. ἀγυιαὶ Πινδ. Π. 2. 109∙ Κρότων Διον. Π. 369∙ πρβλ. στέφανος Ι, στεφάνωμα, καὶ Ἡσυχ.
English (Slater)
εὐστέφᾰνος, -ον with fine battlements πρύτανι κύριε πολλᾶν μὲν εὐστεφάνων ἀγυιᾶν (P. 2.58)
Greek Monolingual
εὐστέφανος, -ον (ΑΜ) (A και ἐϋστέφανος, -ον
ο στολισμένος ωραία με στεφάνι, ο καλά στεφανωμένος (α. «ἐϋστέφανοι θεῶν θυσίαι», Αριστοφ.
β. «οὐρανὸν εὐστέφανον τοῖς ἄστρασι γενέσθαι», Κ. Μανασσ.)
αρχ.
1. (ως επίθ. θεών, όπως της Αρτέμιδος, της Αφροδίτης κ.ά.) αυτός που έχει ωραίο στεφάνι, ωραίο διάδημα στο κεφάλι («ἐϋστεφάνου τ' Αφροδίτης», Ομ. Οδ.)
2. (για λιβάδια) στεφανωμένος με άνθη
3. (για πόλεις) στεφανωμένος, περιτριγυρισμένος με καλά τείχη
4. (για πόλεις) αυτή από τη οποία προήλθαν πολλοί νικητές σε αγώνες.
Greek Monotonic
εὐστέφανος: Επικ. ἐϋ-στ-, -ον,·
I. καλά στεφανωμένος, εστεμμένος ή καλοζωσμένος, σε Όμηρ., Ησίοδ.
II. στεφανωμένος, περικυκλωμένος από τείχη και πύργους, σε Ομήρ. Οδ., Πίνδ.
Middle Liddell
I. well-crowned or well-girdled, Hom., Hes.
II. crowned with walls and towers, Od., Pind.