κατάρροος
μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down, I no longer have the strength to hold up alone the weight of grief that pushes against me, I no longer have the strength to counterbalance alone the weight of grief that acts as counterweight, I have no longer strength to balance alone the counterpoising weight of sorrow
English (LSJ)
κατάρροον, contr. κατάρρους, κατάρρουν,
A down-flowing, Νεῖλος Philostr.VA6.23.
2 full of streams, νῆσος Id.Im.2.17.
II Subst., running from the head, catarrh, Hp.Aph.3.12 (pl.), Pl.R. 405d (pl.), Cra.440c, etc.: distinguished from κόρυζα etc. by Gal.7.263: metaph., Pl.Cra.440d.
French (Bailly abrégé)
κατάρρους, κατάρρουν :
1 adj. qui coule en bas;
2 subst. ὁ κατάρρους flux d'humeurs ; particul. catarrhe, rhume.
Étymologie: καταρρέω.
German (Pape)
zusammengezogen κατάρρους, κατάρρουν, herabfließend, Philostr. Gew. subst., der Herabfluß, das Herabfließen, ὑπὸ ῥεύματός τε καὶ κατάρρου πάντα χρήματα ἔχεσθαι Plat. Crat. 440d. Bei den Medic. bes. das Herabziehen des Krankheitsstoffes nach einem Teile hin, bes. in den Mund hinein, Katarth; so οἱ κατάρρῳ νοσοῦντες Plat. a.a.O., vgl. Rep. III.405d.
Nach B.A. 270 auch = δυσεντερία.
Russian (Dvoretsky)
κατάρροος: стяж. κατάρρους ὁ
1 стекание, течение: ὑπὸ ῥεύματός τε καὶ κατάρρου πάντα χρήματα ἔχεσθαι Plat. (Гераклит полагает), что все вещи существуют как поток и течение;
2 катар, насморк (οἱ κατάρρῳ νοσοῦντες ἄνθρωποι Plat.; πταρμὸς πρὸ τῶν κατάρρων γίνεται Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
κατάρροος: -ον, συνῃρ., κατάρρους, κατάρρουν, ῥέων πρὸς τὰ κάτω μεθ’ ὁρμῆς, κ. ἐπ’ αὐτῶν τῶν ὀρῶν φέρεται Νεῖλος Φιλόστρ. 265, διὸ καὶ ἐπακολουθεῖ, ἡ ἠχὼ τοῦ ῥεύματος καταρρηγνυμένου τῶν ὀρῶν. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., πρᾶγμά τι ῥέον πρὸς τὰ κάτω, ῥοὴ πρὸς τὰ κάτω, ὑπὸ ῥεύματος καὶ κατάρρου πάντα χρήματα ἔχεσθαι Πλάτ. Κρατῖν. 440Β· «διὰ τῆς ὀροφῆς ποιῆσαι κατάρρουν, δι’ οὗ ἐκχυθὲν ὕδωρ…», Σχόλ. εἰς Πινδ. Ν. 4, 95. 2) νοσώδης ἔκκρισις, ῥοὴ ἐκ τῆς ῥινός, «καταρροή, συνάγχη, συνάχι», Ἱππ. Ἀφ. 1247, Πλάτ. Πολ. 405D, Κρατύλ. 440C, κτλ.· πρβλ. Foës Oecon.·- ὁπόταν ὁ κατάρρους ἐπιφέρῃ ῥύσιν ἐκ τῆς ῥινός, ἡ ῥύσις αὕτη καλεῖται κόρυζα· ὅταν δὲ καταλαμβάνῃ τὸν λάρυγγα καὶ ἐπιφέρῃ βραχνάδα, βράγχος· ὅταν δὲ ὁ γαργαρεὼν φλογίζηται, σταφυλή· καὶ ὅταν αἱ ἀμυγδαλαῖ ἐξογκῶνται, ἀντιάδες·- κατάρροι βηχώδεις Ἱππ.· οἱ κατάρρῳ νοσοῦντες ἄνθρωποι Πλάτ. Κρατύλ. 440C· φύσας τε καὶ κατάρρους νοσήμασιν ὀνόματα τίθεσθαι ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 3. 405D· καὶ ἐν Β. Ἀνεκδ. 270. 13 κατάρροος = ἡ διάρροια, δυσεντερία.
Greek Monotonic
κατάρροος: συνηρ. κατάρρους, ὁ (καταρρέω), αυτός που ρέει από το κεφάλι προς τα κάτω με ορμή, συνάχι, σε Πλάτ.
Middle Liddell
καταρρέω
a running from the head, a catarrh, Plat.
Translations
catarrh
Arabic: نَزْلَة; Bulgarian: катар; Catalan: catarro; Dutch: slijmvliesontsteking, catarre; Esperanto: kataro; Estonian: limaskestapõletik, katarr; Faroese: rovubruni; Finnish: katarri; French: catarrhe; German: Katarrh; Ancient Greek: κατάρρους, κατάρροος; Hebrew: נַזֶּלֶת; Hindi: ज़ुकाम, जुकाम, सर्दी, प्रतिश्याय; Hungarian: hurut; Ido: kataro; Irish: réama; Italian: catarro; Latin: gravedo, coryza, catarrhus, destillatio, gravitudo, influxio, rheuma; Macedonian: катар; Maori: kauanu, hinamokimoki; Navajo: chʼiish; Polish: katar; Portuguese: catarro; Russian: катар; Sanskrit: प्रतिश्याय; Spanish: catarro; Swedish: katarr; Urdu: سردی; Venetan: catar; Vilamovian: śnöp; Volapük: katar