σπερματοῦχος
ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
English (LSJ)
σπερματοῦχον, (ἔχω) seed-holding, fruitful, δύναμις Porph. ap. Eus.PE3.11, Lyd.Mens.4.137.
German (Pape)
[Seite 920] saamenhaltig (?).
Greek (Liddell-Scott)
σπερμᾰτοῦχος: -ον, (ἔχω) ὁ κρατῶν τὸ σπέρμα, γόνιμος, δύναμις Πορφ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 109C, Ἰω. Λυδ. π. Μηνῶν 4. 85.
Greek Monolingual
-ον, Μ
1. αυτός που έχει σπέρμα
2. παραγωγικός, γόνιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπέρμα, -ατος + -οῦχος (< ἔχω)].
Translations
fruitful
Basque: emankor; Bulgarian: плодовит, плодотворен; Danish: frugtbar; Dutch: vruchtbaar; Esperanto: fruktoporta; Estonian: viljakas; Finnish: viljava, antoisa; French: fructueux; German: fruchtbar; Greek: καρποφόρος; Ancient Greek: ἀρόσιμος, αὐξητικός, βαθύσπορος, γόνιμος, ἔγκαρπος, ἐνάρετος, ἐπίκαρπος, ἐπίτεκνος, ἐπίτοκος, εὔκαρπος, εὔσταχυς, εὔφορος, εὐώδιν, εὔωρος, ζείδωρος, καλλίκαρπος, κάρπιμος, καρποτελής, καρποφόρος, λιπαρός, μητρίδιος, πάμφορος, πολύβωλος, πολύκαρπος, πολυλήϊος, πολύσπορος, πολυφόρος, σπερματοῦχος, φοράς, φόριμος, φορός; Italian: proficuo, fruttuoso, produttivo; Latin: fecundus; Latvian: produktīvs, ražīgs, auglīgs, rezultatīvs; Maori: makuru, huākumu; Norwegian Bokmål: fruktbar; Nynorsk: fruktbar; Plautdietsch: fruchtboa; Polish: owocny; Portuguese: produtivo, frutuoso; Romanian: fructuos; Russian: плодотворный, продуктивный, производительный, эффективный, приносящий хорошие результаты; Sanskrit: सफल; Slovene: ploden; Spanish: fértil, prolífico, productivo, fructífero; Ukrainian: продуктивний, плі́дний