περίσκεπτος

From LSJ

ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίσκεπτος Medium diacritics: περίσκεπτος Low diacritics: περίσκεπτος Capitals: ΠΕΡΙΣΚΕΠΤΟΣ
Transliteration A: perískeptos Transliteration B: periskeptos Transliteration C: periskeptos Beta Code: peri/skeptos

English (LSJ)

περίσκεπτον,
A to be seen on all sides, far-seen, περισκέπτῳ ἐνὶ χώρῳ Od.1.426, 10.211, Pl.Epigr.26.3; (ἀστέρες) Arat. 213.
2 worth seeing, Call. Epigr.6.8; admired, Χαρίτεσσι AP12.91 (Polystr.).

German (Pape)

[Seite 591] von allen Seiten übersehen, od. von wo man sich rings umsehen kann, hoch, frei liegend, χῶρος, Od. 1, 426. 10, 211. 14, 6 (nach Döderlein mit σκέπας zusammenhangend, von allen Seiten gegen die Winde geschützt); – sehenswert, u. übertr. bedachtsam, überlegt.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
visible de tous côtés ; élevé ou en plaine.
Étymologie: περισκέπτομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περίσκεπτος -ον [περισκέπτομαι] van alle kanten zichtbaar:; εὗρον... δώματα Κίρκης... περισκέπτῳ ἐνὶ χώρῳ zij vonden het paleis van Circe op een goed zichtbare plaats Od. 10.211; opvallend. AP 12.91.3.

Russian (Dvoretsky)

περίσκεπτος:
1 отовсюду видный, открытый (взорам): (περισκέπτῳ ἐνὶ χώρῳ Hom.);
2 являющийся предметом восхищения (τινι Anth.).

English (Autenrieth)

(if from σκέπτομαι) conspicuous from every side, or (if from σκέπω) covered, shut in on all sides. (Od.)

Greek Monolingual

-η, -ο / περίσκεπτος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
ο κατεχόμενος από πολλές σκέψεις, βυθισμένος σε σκέψεις, σκεπτικός, συλλογισμένος
αρχ.
1. αυτός που βλέπεται από παντού, καταφανής από ὁλες τις πλευρές, περίοπτος
2. υψηλός
3. (κατά άλλη ερμ.) σκεπασμένος γύρω γύρω, προφυλαγμένος ολόγυραθάλαμος δέδμητο, περισκέπτῳ ἐνὶ χώρῳ», Ομ. Οδ.)
4. αξιοθέατοςὄφρα γένωμαι σοὶ τὸ περίσκεπτον παίγνιον», Καλλ.)
5. αυτός που θαυμάζεται από κάποιον («τὸν χρυσέαισι περίσκεπτον Χαρίτεσσι», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -σκεπτος (< σκέπτομαι), πρβλ. ά-σκεπτος. Η σημ. «προφυλαγμένος καλά» που έχει η λ. στο χωρίο περισκέπτω ἐνὶ χώρῳ της Οδύσσειας και η οποία θα οδηγούσε σε μία σύνδεση με τη λ. σκέπας «κάλυμμα, σκέπασμα» δεν απαντά, γενικά, στην αρχαία παράδοση].

Greek Monotonic

περίσκεπτος: -ον, 1. αυτός που είναι ορατός από όλες τις πλευρές, ορατός από μακριά, πασιφανής, σε Ομήρ. Οδ.
2. αξιοθαύμαστος, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

περίσκεπτος: -ον, ὃν πανταχόθεν δύναταί τις νὰ ἴδῃ, ὡς τὸ περίοπτος, περισκέπτῳ ἑνὶ χώρῳ Ὀδ. Α. 426, Μ. 211, Ἀνθ. Πλαν. 160· ἀστέρες Ἄρατ. 513. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «περισκέπτῳ πανταχόθεν ὁρωμένῳ· οἱ δὲ μόνῳ, κεχωρισμένῳ, ὥστε ἀπ’ αὐτοῦ περισκέψασθαι». 2) ἀξιοθέατος, Καλλ. Ἐπιγράμ. 5· θαυμαζόμενος, τινι, ὑπό τινος, Ἀνθ. Π. 12. 91.

Middle Liddell

περί-σκεπτος, ον, [from περισκέπτομαι
1. to be seen on all sides, far-seen, conspicuous, Od.
2. admired, Anth.