προδιαγιγνώσκω
Ὀργὴ φιλούντων ὀλίγον ἰσχύει χρόνον → Amantis ira ferre aetatem non potest → Der Zorn von Liebenden hat Macht nur kurze Zeit
English (LSJ)
A perceive or understand beforehand, Th.1.78.
II determine beforehand, Id.5.38, J.AJ8.12.3; μηδὲν π. not to prejudge anything, D.C.52.31; προδιεγνωσμένη δίκη J.AJ17.5.3.
German (Pape)
[Seite 715] (s. γιγνώσκω), vorher durchdenken, Thuc. 1, 78. 5, 38.
French (Bailly abrégé)
f. προδιαγνώσομαι, ao.2 προδιέγνων, etc.
1 commencer par examiner à fond;
2 prendre une décision préjudicielle.
Étymologie: πρό, διαγιγνώσκω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-διαγιγνώσκω tevoren leren kennen:. τοῦ δὲ πολέμου τὸν παράλογον ὅσος ἐστί,... προδιάγνωτε bedenkt bijtijds hoe groot de onberekenbaarheid van de oorlog is Thuc. 1.78.1; ἅ... προδιαγνόντες παραινοῦσιν wat zij na voorafgaand onderzoek aanraden Thuc. 5.38.3.
Russian (Dvoretsky)
προδιαγιγνώσκω:
1 заранее обдумывать: πρὶν ἐν (πολέμῳ) γενέσθαι, προδιάγνωτε Thuc. подумайте, прежде чем ввязаться в войну;
2 предварительно решать: ἃ προδιαγνόντες παραινοῦσιν Thuc. то, что они внушат на основе заранее принятого решения.
Greek Monolingual
Α
1. κατανοώ, αντιλαμβάνομαι, συναισθάνομαι κάτι εκ τών προτέρων («τοῦ δὲ πολέμου τὸν παράλογον ὅσος ἐστί, πρὶν ἐν αὐτῷ γενέσθαι προδιάγνωτε», Θουκ.)
2. αποφασίζω, καθορίζω κάτι από πριν («ἅ σφεῖς προδιαγνόντες παραινοῦσιν», Θουκ.)
3. φρ. «μηδὲν προδιαγιγνώσκειν» — μην κρίνεις τίποτε εκ τών προτέρων, μην είσαι προκατειλημμένος απέναντι σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + διαγιγνώσκω «κρίνω, αποφασίζω»].
Greek Monotonic
προδιαγιγνώσκω: μέλ. -γνώσομαι·
I. γνωρίζω ή καταλαβαίνω εκ των προτέρων, σε Θουκ.
II. λαμβάνω προηγούμενη απόφαση, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
προδιαγιγνώσκω: μέλλ. -γνώσομαι, διαγινώσκω πρότερον, ἐκ τῶν προτέρων, Θουκ. 1. 78. ΙΙ. κάμνω προηγουμένην ἀπόφασιν, ὁ αὐτ. 5. 38· μηδὲν πρ., μηδὲν προκρίνειν, κρίνειν ἐκ τῶν προτέρων, Δίων Κ. 52. 31, πρβλ. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 17. 5, 3.
Middle Liddell
fut. -γνώσομαι
I. to perceive or understand beforehand, Thuc.
II. to make a previous decree, Thuc.