ροή

From LSJ

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source

Greek Monolingual

η / ῥοή, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ῥοά Α ῥέω
1. η κατάσταση και το αποτέλεσμα του ρέω, ρους, ρεύμα, κίνηση του νερού, ποταμού, θάλασσας (α. «η ροή του νερού της βροχής» β. «ἰδοὺ γὰρ πάρεστιν Ἰορδάνου ταῖς ροαῑς», Μηναί
γ. «παρ' Ἰσμηνοῦ ῥοᾱν», Πίνδ.
δ. «ἐπ' Ὠκεανοῑο ῥοάων», Ομ. Ιλ.)
2. συνεχής κίνηση οποιουδήποτε υγρού (α. «η ροή του λαδιού» β. «ἀμπέλου ῥοὰς», Ευρ.
γ. «γλυκεῖαι μέλιτος ἔσταζον ῥοαί»)
3. η κίνηση, η ανάπτυξη, η άνετη εξέλιξη του λόγου (α. «η γοητευτική ροή της ομιλιας του» β. «τὴν διὰ τοῦ στόματος ῥοἡν», Πλάτ.
γ. «κλυταῖς ἐπέων ῥοαῖσι», Πίνδ.)
4. η εξέλιξη, η τροπή τών πραγμάτων (α. «η ροή τών γεγονότων» β. «ῥοαὶ δ' ἄλλοτ' ἄλλαι εὐθυμιᾱν τε μέτα», Πίνδ.)
νεοελλ.
1. γεωλ. η ποσότητα του νερού που ρέει στην επιφάνεια τών υδάτινων ρευμάτων
2. φυσ. η κίνηση ενός ρευστού, καθώς αυτό εγκαταλείπει βαθμιαία το δοχείο μέσα στο οποίο ήταν περιορισμένο
3. φυσ. το ολοκλήρωμα της κάθετης συνιστώσας της έντασης ενός πεδίου, ηλεκτρικού, μαγνητικού, βαρυτικού, επάνω σε δεδομένη επιφάνεια
4. φρ. α) «στρωτή ροή»
φυσ. τύπος ροής ενός ρευστού κατά την οποία αυτό μετακινείται ομαλά, σε κανονικές διαδρομές, σε αντιδιαστολή με την τυρβώδη ή στροβιλώδη ροή, κατά την οποία το ρευστό παρουσιάζει ακανόνιστες διακυμάνσεις της παχύτητάς του, καθώς και αναμίξεις, ενώ κατά τη στρωτή ροή ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά της, όπως η ταχύτητα, η πίεση κ.ά., παραμένουν σταθερά σε κάθε σημείο του ρευστού, αλλ. νηματική ροή
β) «τυρβώδης ροή» — τύπος ροής ενός ρευστού κατά την οποία αυτό υφίσταται ακανόνιστες διακυμάνσεις της ταχύτητάς του καθώς και αναμίξεις, αλλ. στροβιλώδης ροή
γ) «ενεργειακή ροή»
φυσ. η ισχύς που εκπέμπεται, μεταφέρεται ή απορροφάται με τη μορφή ακτινοβολίας και μετρείται σε μονάδες βατ
δ) «φωτεινή ροή»
φυσ. i) μέγεθος παράγωγο της ενεργειακής ροής υπολογιζόμενο με βάση τη φωτεινή ακτινοβολία, η οποία μετρείται μετά την επίδρασή της σε έναν συγκεκριμένο δέκτη, και εκφραζόμενο σε μονάδες λούμεν
ii) (φωτομ.) το πηλίκον της φωτεινής ενέργειας Ε η οποία διέρχεται από μια επιφάνεια σε ορισμένο χρόνο ί διά του χρόνου αυτού: Φ=Ε / t
ε) «ροή σωματιδίων»
φυσ. ο αριθμός τών σωματιδίων που διέρχονται κατά τη μονάδα του χρόνου από τη μονάδα μιας επιφάνειας τοποθετημένης κάθετα στη διεύθυνση της δέσμης της σωματιδιακής ακτινοβολίας
στ) «δίκτυο ροής»
(φωτομ.) το διάγραμμα της πορείας ροής του υπόγειου νερού με βάση τη στάθμη του υδροφόρου ορίζοντα.

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό ρέω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Translations

flow

Arabic: تَدَفُّق‎; Armenian: հոսք, հոսանք; Asturian: fluxu, fluxu; Basque: etorri; Belarusian: цячэнне, плынь, паток; Blackfoot: áwa'kimsska; Breton: beradur; Bulgarian: течение, поток; Catalan: flux; Chinese Mandarin: 流; Chuvash: юх; Czech: tok, proudění; Danish: strøm; Dutch: stroom; Esperanto: fluo, alfluo; Estonian: vool; Finnish: virtaus; French: écoulement, flux; Galician: fluxo; Georgian: დინება, დენა; German: Fluss; Greek: ροή; Ancient Greek: ῥεῦμα, ῥοία; Hindi: प्रवाह; Hungarian: áramlás; Indonesian: alir; Irish: sreabh, sileadh; Italian: flusso, colata, scorrimento; Japanese: 流れ; Karachay-Balkar: агъым; Kashubian: cec; Korean: 흐름; Latgalian: tekme; Latin: fluxus; Latvian: plūsma; Luhya: omuhula; Macedonian: тек, течение; Marathi: वाहने; Mongolian Cyrillic: урсгал; Norwegian Bokmål: flom, strøm; Plautdietsch: Fluss; Polish: przepływ; Portuguese: fluxo, escoamento, caudal; Romanian: curgere; Russian: течение, поток; Sanskrit: रेतस्; Serbo-Croatian Cyrillic: то̑к, тѐче̄ње; Roman: tȏk, tèčēnje; Sicilian: flussu; Slovak: prúd, tok; Slovene: tok; Southern Altai: агыш; Spanish: flujo; Sundanese: kucur; Swahili: mkondo; Swedish: ström, flöde; Telugu: ప్రవాహము; Turkish: akış; Ukrainian: течі́я, теча, плин, плив, поті́к, струм; Vietnamese: dòng chảy