συνεπάγω

From LSJ

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπάγω Medium diacritics: συνεπάγω Low diacritics: συνεπάγω Capitals: ΣΥΝΕΠΑΓΩ
Transliteration A: synepágō Transliteration B: synepagō Transliteration C: synepago Beta Code: sunepa/gw

English (LSJ)

[ᾰ],
A lead together against, ἐπί τινας Th.3.11.
2 join in bringing in against another, of those who call in a foreign force to aid them, Id.4.1,79,84:—Med., bring or take with one, τὸν ἀδελφόν IG12(3).174.16 (Cnidus, Epist. Aug.), cf. BGU1780.6 (i B.C.), J.AJ18.9.5, Plu.Cat.Ma.17, D.C.41.7; draw a net along with one, Ael.NA14.29, cf. Gal.11.508: metaph., τὰ ἐπιρρήματα σ. τὴν πρόθεσιν ἐπὶ τὰ ῥήματα A.D.Synt.338.4.

French (Bailly abrégé)

1 conduire ou exciter ensemble ou en même temps contre;
2 appeler à son aide contre;
Moy. συνεπάγομαι conduire avec soi.
Étymologie: σύν, ἐπάγω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-επάγω, Att. ook ξυνεπάγω tegelijk doen optrekken tegen, met acc. en ἐπί + acc.. Thuc. 3.11.4. mede aanzetten (om een veldtocht te ondernemen):. ξυνεπαγόντων Ῥηγίνων φυγάδων mede op instigatie van de ballingen uit Regium Thuc. 4.1.3.

German (Pape)

(ἄγω), mit od. zugleich daran-, dazu-, dahin-, dagegenführen, -bringen; auch sc. στρατόν od. ἑαυτόν, scheinbar intr., vgl. Thuc. 4.79, wo aus dem Vorhergehenden leicht στρατόν zu ergänzen ist; Sp. – Med., Plut. Cat. mai. 17.

Russian (Dvoretsky)

συνεπάγω: (ᾰ)
1 вести вместе против (τινὰ ἐπί τινα Thuc.);
2 тж. med. приводить с собой, призывать к себе (на помощь) Thuc., Plut.

Greek Monolingual

ΝΜΑ ἐπάγω, -ομαι]
νεοελλ.
μέσ. συνεπάγομαι- έχω ως αποτέλεσμα
μσν.-αρχ.
μέσ. οδηγώ κάποιον μαζί μου («δυνάμεις πολλὰς συνεπαγόμενος», Άνν. Κομν.)
αρχ.
1. οδηγώ κάποιον εναντίον ενός άλλου («τὰ κράτιστα ἐπὶ τε τοὺς ὑποδεεστέρους... ξυνεπῆγον», Θουκ.)
2. φέρω κάποιον από κοινού με κάποιον άλλο εναντίον τρίτου («καὶ ἅμα αἱ πλησιόχωροι πόλεις αὐτῶν αἱ οὐκ ἀφεστηκυῖαι ξυνεπῆγον», Θουκ.)
3. μέσ. α) σύρω δίχτυ μαζί με κάποιον
β) μτφ. έλκω («τὰ ἐπιρρήματα συνεπάγεσθαι τὴν πρόθεσιν ἐπὶ τὰ ῥήματα», Απολλ. Δύσκ.).

Greek Monotonic

συνεπάγω: μέλ. -ξω,
1. οδηγώ μαζί εναντίον, σε Θουκ.
2. συμβάλλω στην πρόσκληση ξένης στρατιωτικής δύναμης προκειμένου να προσφέρει βοήθεια εναντίον, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπάγω: μέλλ. -ξω, εἰσάγω, ὁδηγῶ ὁμοῦ ἐναντίον, ἐπί τινας, τὰ κράτιστα ἐπὶ τοὺς ὑποδεεστέρους πρώτους συνεπῆγον Θουκ. 3. 11. 2) ἀπὸ κοινοῦ ἐπάνω ἐναντίον τινός, λέγεται δὲ ἐπὶ τῶν καλούντων ξένην δύναμιν ὅπως βοηθήσῃ αὐτούς, ὁ αὐτ. 4. 1. 79, 84· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Πλουτ. Κάτων Πρεσβ. 17, Δίων Κ. 41. 7.

Middle Liddell

fut. ξω
1. to lead together against, Thuc.
2. to join in bringing in a foreign force to aid, Thuc.

Lexicon Thucydideum

una inducere, to lead in together, 3.11.3,
accire, to summon together, 4.84.2, (Brasidam, Brasidas (Spartan commander)).
instigare, to instigate, 4.1.3, 4.79.2.