υπερτίθημι
Greek Monolingual
ΜΑ τίθημι
μσν.
(μόνον μέσ.) ὑπερτίθεμαι
αναβάλλομαι
αρχ.
1. τοποθετώ κάτι πάνω από κάτι άλλο
2. τοποθετώ κάτι σε άλλη μεριά, το μεταφέρω
3. κοινοποιώ, ανακοινώνω
4. (για χρονικό διάστημα) διαρκώ πέρα από ένα ορισμένο χρονικό σημείο, το υπερβαίνω («τὰ γὰρ τετταράκοντα ἔτη σπανίως ὑπερτιθέασιν», Στράβ.)
5. περνώ πάνω από έναν τόπο
6. μτφ. αποδίδω σε κάποιον πολύ μεγάλη ισχύ, δύναμη («παντὶ μὲν θεὸν αἴτιον ὑπερτιθέμεν», Πίνδ.)
7. μέσ. α) τοποθετώ κάτι πάνω από κάποιον προκειμένου να τον προστατεύσω
β) κοινοποιώ κάτι σε κάποιον προκειμένου να μέ συμβουλέψει
γ) παραπέμπω («ὑπερτίθεσθαι τὸ διαβούλιον ἐπὶ τὴν σύγκλητον», Πολ.)
δ) υπερτερώ σε κάτι συγκριτικά με άλλον
ε) παρατείνω τον χρόνο, αναβάλλω
στ) παραβλέπω
ζ) παραλείπω
η) γραμμ. σχηματίζομαι ως υπερθετικό ενός τύπου
θ) (για προφορά) μεταβάλλομαι
8. (αμτβ.) επιβραδύνω, αργοπορώ
9. (κατά το λεξ. Σούδα) «ὑπερθήσει
οἰκοδομήσει»
10. φρ. «ὑπερτίθεμαι τὴν ἄκραν» — πλέω γύρω από ακρωτήρι (Διόδ.).