υπόταση
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
Greek Monolingual
η / ὑπότασις, -άσεως, ΝΑ
νεοελλ.
ιατρ. πτώση της αρτηριακής πίεσης κάτω από το φυσιολογικό, λόγω είτε της μείωσης του όγκου του αίματος είτε της αύξησης της χωρητικότητας τών αιμοφόρων αγγείων, φαινόμενο που, μολονότι αυτό καθ' εαυτό δεν αποτελεί ένδειξη κακής υγείας, συνοδεύει συχνά διάφορες παθολογικές καταστάσεις
2. φρ. α) «ελεγχόμενη υπόταση»
ιατρ. προκλητή υπόταση κατά τη διάρκεια χειρουργικών επεμβάσεων για να μειωθεί η αιμορραγία στο χειρουργικό πεδίο
β) «ενδοκρανιακή υπόταση»
ιατρ. ελάττωση της πίεσης που ασκεί το εγκεφαλονωτιαίο υγρό στις κοιλίες του εγκεφάλου
γ) «ορθοστατική υπόταση»
ιατρ. υπόταση που εμφανίζεται συνήθως κατά την ανόρθωση, ύστερα από κατάκλιση, και προέρχεται από ανεπάρκεια του φυτικού νευρικού συστήματος
αρχ.
1. το να είναι κάτι τεταμένο, τεντωμένο κάτω από κάτι άλλο («ὑπότασις ξύλου» — τοποθέτηση νάρθηκα κάτω από σημείο που έχει υποστεί κάταγμα, Ιπποκρ.)
2. φρ. «πεδίων ὑποτάσεις» — οι πεδιάδες που απλώνονται εκεί κάτω (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑποτείνω. Ως όρος της νεοελλ. η λ. είναι νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. hypotension].