ἐκνικάω
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
English (LSJ)
A achieve by force, ὁ χρυσὸς ἐκνικᾷ τάδε E.Ion629; carry one's point that.., c. acc. et inf., Plu.Ant.63.
2 c. acc., ἐξενίκησε τὸν δῆμον καὶ τὸν εἴργοντα νόμον τῆς θέας τὰς γυναῖκας Ael.VH10.1:—Pass., ἄνεμος εἰς γαλήνην ἐξενικήθη Hld.5.23, cf. Ruf. ap. Orib.5.3.9.
II intr., win a complete victory, Plb.15.3.6.
2 metaph., gain the upper hand, come into vogue, prevail, ἅπασι among all, Th. 1.3; ἐπὶ τὸ μυθῶδες ἐκνενικηκέναι to have won its way to the fabulous, ib.21; κακὸν εἰς τοὐμφανὲς ἐξενίκησε Luc.Abd.6; εἰς παροιμίαν Suid. s.v. Μάρας; εἰς δύναμιν Ph.1.420.
Spanish (DGE)
(ἐκνῑκάω)
• Grafía: inscr. y pap. frec. graf. ἐγν-
I tr.
1 estar por encima de, superar, vencer c. ac. de abstr. ὁ χρυσὸς ἐκνικᾷ τάδε la riqueza supera eso (los inconvenientes), E.Io 629, ἡ ἀντίδοτος τὸ νόσημα Gal.14.276, πόνος ... τὴν ... δύσπνοιαν Gal.7.850, cf. 9.81, (ἄσκησιν) πᾶν ἐκνικῆσαι D.L.6.71, θυμὸν ... ἡδονή Philostr.Im.1.26, τὴν ἀφθογγίαν ... τοῦ λίθου ref. a la habilidad del escultor que hizo que «hablaran» las estatuas de Memnón, Callistr.9
•doblegar, someter, de donde anular οἷς (μύθοις) συμπεριφερόμενοι ἐξενίκησαν τὴν ἀλήθειαν Herenn.Phil.Hist.2.40, c. dat. instrum. εὐχαῖς ἢ θυσίαις ἐκνικῆσαι τὴν ἐξ ἀρχῆς καταβολήν Vett.Val.210.6, cf. Clem.Al.QDS 40.3
•en v. pas. ser dominado, ser vencido ἐκεῖνα ... ἐκνενίκηται τῷ περιέργῳ ref. a pasajes en los que domina el artificio retórico, D.H.Th.28.1, τῆς νυμφικῆς αἰδοῦς ὑπὸ φίλτρου ... ἐκνικηθείσης siendo vencido el pudor de la desposada por el filtro amoroso Hld.6.11.1, ὁ δὲ ἄνεμος ... εἰς γαλήνην ἐξενικήθη el viento acabó convertido en calma chicha Hld.5.23.2
•ser anulado, pasar desapercibido δεῖ δέ που καὶ οἶνον πλείω φέρειν τὰ τοιαῦτα (ὕδατα), ἵνα τὸ νιτρῶδες ἐκνικηθῇ Ruf. en Orib.5.3.9.
2 prevalecer sobre, imponer su voluntad sobre c. ac. y suj. de pers. ἐξενίκησε τὸν δῆμον καὶ τὸν εἴργοντα νόμον Ael.VH 10.1, (τοὺς δημίους) καὶ Σωτηρὶς ... ἐκνενίκηκεν Pamph.Mon.Soter.177
•ganarse, dominar un maestro a su discípulo τὸν δὲ ... νέον ἔτι ὄντα ... εἰς τοῦτο ἐκνικήσας Eun.VS 502
•c. suj. de abstr. χρηστοῖς ἔργοις ... τὸν ἀναιδέστατον ἐκνικήσειν Synes.Prouid.1.12
•en v. pas. ser doblegado ἐβιάζετό τι εἰπεῖν ..., οὐκ ἐξενικήθη Ael.VH 14.19, ἡ δὲ ... ἐκνικωμένη δὲ ὑπὸ τῶν βασάνων Polyaen.8.45, τις ... ὑπὸ τῆς ἀληθείας ἐκνικώμενος Ath.188a
•c. πρός y ac. ser compelido o forzado a πρὸς τὸ κρεῖττον ἐκνικηθῆναι Gr.Thaum.Pan.Or.6.113.
3 imponerse en, conseguir, forzar c. inf.:
a) c. suj. de animado (ὁ παῖς) ἐκνικᾷ μνηστεύσασθαι τὴν παρθένον I.AI 5.287, ἐξενίκησε Κλεοπάτρα ... κριθῆναι τὸν πόλεμον Cleopatra venció al conseguir que la guerra se decidiera (por mar), Plu.Ant.63, (λέοντες) αὐτοὺς ἀναστῆναι τῆς πατρῴας γῆς ἐξενίκησαν Ael.NA 17.41
•en v. pas. verse obligado a τὰ θηρία ... ἐκνικᾶται ἐμπεσεῖν ἐς τὴν τάφρον Ael.NA 8.10, ταῦθ' ... χωρισθῆναι ἐκνικηθήσεται Gr.Thaum.Pan.Or.6.96;
b) c. suj. de cosa lograr, acabar por Ῥωμαίοις ἐξενίκησε βεβαιωθῆναι τὸ κράτος D.S.37.2, τὸν ἐπὶ Ἰλίῳ κληθῆναι Τρωικὸν καὶ οὐχ Ἑλληνικὸν ἐξενίκησεν la (guerra) de Ilión acabó por llamarse de Troya y no helénica Paus.4.6.1, τοῦτο νῦν ἐξενίκησεν ἀληθὲς εἶναι Aristid.Or.26.10
•c. ὥστε e inf. ἐπανελθὼν οἴκαδε ἐξενίκησεν, ὥστε τὰς τιμὰς ... μὴ κυρῶσαι τὴν σύγκλητον Str.12.3.33.
4 jur., lat. evincere, recuperar mediante juicio de evicción una propiedad vendida ilegalmente por un tercero δημοσίους δούλους SEG 32.1306.6 (Cibira I d.C.), en v. pas., tb. de esclavos BGU 887.6 (II d.C.), PTurner 22.5 (II d.C.).
II intr.
1 c. suj. de pers. quedar vencedor, triunfar en una guerra o competición Ῥωμαίων δ' ἐκνικησάντων Plb.15.3.6.
2 c. suj. de abstr. prevalecer, imponerse (ὄνομα) ἅπασιν ἐκνικῆσαι Th.1.3, ἐκνικῆσαι δὲ ἀνὰ χρόνον τὸν νῦν σφισιν ὄνομα Androt.58, cf. Paus.10.32.9, App.BC 2.39, αὐτόματον τὴν δόξαν τῶν πραττομένων ἐκνικῆσαι imponerse por sí misma la fama de los hechos D.C.39.25.2.
3 c. suj. abstr. y compl. de direcc. acabar triunfando en determinado terreno, abrirse paso hacia, afirmarse en τὰ πολλὰ ὑπὸ χρόνου αὐτῶν ἀπίστως ἐπὶ τὸ μυθῶδες ἐκνενικηκότα la mayoría de los cuales hechos, por su antigüedad se han abierto camino hacia lo mítico contra lo verosímil Th.1.21, τὸ δεδεμένον ἐκνικᾶν εἰς ἀδιάλυτον ἀσφάλειαν Ph.1.420, παλαιὸν ... κακὸν ... ἐς τοὐμφανές ἐξενίκησε un mal antiguo acabó por salir a la luz Luc.Abd.6, c. suj. de pers. ὥστε καὶ ἐξενίκησεν εἰς παροιμίαν ὁ Μάρας Dam.Fr.226.
German (Pape)
[Seite 770] 1) gänzlich besiegen, überwinden; ὁ χρυσὸς ἐκνικᾷ τάδε Eur. Ion 629. Oefter bei Sp. ohne Unterschied von νικάω, vgl. Pol. 15, 3, 6; Ath. V, 188 a; τὸν δῆμον, das Volk gewinnen, Ael. V. H. 10, 1; οὐκ ἐξενικήθη, er ließ sich nicht dazu bringen, ibd. – 2) Häufig intrans., überhand nehmen, allgemein in Gebrauch kommen, (καλεῖσθαι Ἕλληνας) οὐκ ἠδύνατο καὶ ἅπασιν ἐκνικῆσαι Thuc. 1, 3, Schol. ἐπικρατῆσαι; τὰ πολλὰ ὑπο χρόνου ἀπίστως ἐπὶ τὸ μυθῶδες ἐκνενικηκότα, ist ins Fabelhafte ausgeschlagen, fabelhaft geworden, 1, 21; Suid. Μαρᾶς· ἐξενίκησεν ἐς παροιμίαν; παλαιὸν κακὸν ἐς τοὐμφανὲς ἐξενίκησε, hat sichtlich überhand genommen, Luc. abdic. 6; D. C. 39, 35.
French (Bailly abrégé)
ἐκνικῶ :
1 remporter une victoire complète : τινα sur qqn ; avec une prop. inf. : finir par obtenir que;
2 prévaloir : ἅπασι THC parmi tous ; ἐπὶ τὸ μυθῶδες THC passer définitivement à l'état de légende.
Étymologie: ἐκ, νικάω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκνῑκάω:
1 побеждать, одерживать верх (ὁ χρυσὸς ἐκνικᾷ τάδε Eur.): Ῥωμαίων ἐκνικησάντων Polyb. в случае победы римлян; ἐξενίκησε Κλεοπάτρα διὰ τῶν νεῶν κριθῆναι τὸν πόλεμον Plut. Клеопатра настояла на том, чтобы решить исход войны с помощью флота;
2 получать преобладание, входить во всеобщее употребление (ἅπασι Thuc.): τὰ ἐπὶ τὸ μυθῶδες ἐκνενικηκότα Thuc. перешедшее в область преданий, т. е. ставшее баснословным; ἐκνενίκηκεν ὁ ἰχθὺς μάλιστα ὄψον καλεῖσθαι Plut. рыба стала именоваться кушаньем по преимуществу.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκνικάω: μέλλ. -ήσω, κατορθώνω τι διὰ βίας ἢ πειθοῦς, Λατ. evincere, Εὐρ. Ἴων 629· ὑπερισχύω ὥστε..., μετ’ ἀπαρ., οὐ μὴν ἀλλ’ ἐξενίκησε Κλεοπάτρα διὰ τῶν νεῶν κριθῆναι τὸν πόλεμον Πλουτ. Ἀντών. 63. 2) μετ’ αἰτ. προσώπου, ὑπερνικῶ, καὶ ἐξενίκησε τὸν δῆμον καὶ τὸν εἴργοντα νόμον τῆς θέας τὰς γυναῖκας Αἰλ. Π. Ἱστ. 10. 1. ΙΙ. ἀμετάβ., κερδαίνω πλήρη νίκην, Πολύβ. 15. 3, 6. 2) μεταφ., γίνομαι ἀνώτερος, νικῶ, ὑπερισχύω, ἐπικρατῶ, ἅπασι, μεταξὺ πάντων, Θουκ. 1. 3· ἐπὶ τὸ μυθῶδες ἐκνενικηκότα αὐτόθι 21 (ὡς τὸ Λατ. evalescere in suspicionem, in crimen, in tumultum, Τάκιτ. Ἱστ. 1. 80)· οὕτω, κακὸν εἰς τοὐμφανὲς ἐξενίκησε Λουκ. Ἀποκηρυττ. 6, Σουΐδ. ἐν λ. Μάρας.
Greek Monotonic
ἐκνῑκάω: μέλ. -ήσω, πετυχαίνω κάτι με χρήση βίας ή με επιρροή, με πειθώ, σε Ευρ.· επιβάλλω την άποψή μου, σε Πλούτ.
II. αμτβ., κερδίζω πλήρη νίκη, κατισχύω· μεταφ., έχω το «πάνω χέρι», υπερισχύω, επικρατώ, σε Θουκ.
Middle Liddell
fut. ήσω
I. to achieve by force, Eur.: to carry one's point, Plut.
II. intr. to win a complete victory: metaph. to gain the upper hand, prevail, Thuc.