ἐξεικάζω
English (LSJ)
make like, adapt, αὑτὸν ταῖς τῶν φιλούντων ὑπουργίαις X. Hier.1.38:—Pass., ἐξείκαστό τινι was like it, Id.Cyr.1.6.39: mostly in pf. part., οὐδὲν ἐξῃκασμένα not mere semblances, but the things themselves, A.Ag.1244; κεραυνὸν οὐδὲν ἐξῃκασμένον.. θάλπεσιν τοῖς ἡλίου Id.Th.445; στέρνα τ' ἐξῃκασμένα portrayed, E.Ph.162; οὐ γάρ ἐστιν ἐξῃκασμένος he is not represented by a portrait-mask, Ar.Eq. 230.
German (Pape)
[Seite 875] ganz ähnlich machen, genau nachbilden; οὐ γάρ ἐστιν ἐξῃκασμένος Ar. Equ. 230; κλύειν οὐδὲν ἐξῃκασμένα, ächt, wahr, Aesch. Ag. 1217, Hier. 1, 38; καὶ τὸ κεκινημένον χωρίον ἐξείκαστο τῷ ἀκινήτῳ Cyr. 1, 6, 39.
French (Bailly abrégé)
f. ἐξεικάσω, pf. Pass. ἐξείκασμαι ou ἐξῄκασμαι;
rendre tout à fait semblable, assimiler ; adapter ; au pf. Pass. être entièrement semblable ou ressemblant : τινι à qqn ; οὐδὲν ἐξῃκασμένα ESCHL qui ne sont pas de simples images (mais la réalité même).
Étymologie: ἐξ, εἰκάζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐξεικάζω: делать абсолютно похожим, полностью уподоблять, воспроизводить: ἐ. ἑαυτὸν ταῖς ὑπουργίαις Xen. прикидываться преданным; pass. быть вполне похожим (τινι Aesch., Xen.): ἐξῃκασμένος Eur. похожий, сходный, но οὐ γάρ ἐστιν ἐξῃκασμένος Arph. его изображения не существует; κλύειν ἀληθῶς, οὐδὲν ἐξῃκασμένα Aesch. слушать истинный, невымышленный рассказ.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξεικάζω: μέλλ. -άσω, ἀφομοιῶ, συμμορφώνω, ἐξεικάζουσιν αὑτοὺς ταῖς τῶν φιλούντων ὑπουργίαις Ξεν. Ἱέρων 1. 38. ― Παθ., καὶ τὸ κεκινημένον χωρίον ἐξεικάστο τῷ ἀκινήτῳ, διηυθετεῖτο οὕτως ὥστε νὰ φαίνηται ὅμοιον τῷ ἀκινήτῳ, ὁ αὐτὸς Κύρ. 1. 6, 39· τὸ πλεῖστον κατὰ μετοχ. πρκμ., οὐδὲν ἐξῃκασμένα, δηλ. πραγματικὰ καὶ οὐχὶ κατὰ τὸ φαινόμενον, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1244· κεραυνὸν οὐδὲν ἐξῃκασμένον... θάλπεσι τοῖς ἡλίου ὁ αὐτὸς Θήβ. 445· ὁρῶ δῆτ’ οὐ σαφῶς, ὁρῶ δέ πως μορφῆς τύπωμα στέρνα τ’ ἐξῃκασμένα, ὡς ἐν εἰκόνι, Εὐρ. Φοίν. 162· οὐ γαρ ἐστιν ἐξῃκασμένος, «πεπλασμένος πρὸς ὁμοιότητα» (Σχόλ.), δηλ. δὲν ἐφόρει προσωπεῖον παριστῶν τὴν μορφὴν τοῦ Κλέωνος, Ἀριστοφ. Ἱππ. 230.
Greek Monolingual
και ξεικάζω (AM ἐξεικάζω) εικάζω
θεωρώ κάτι όμοιο με κάτι άλλο, ταυτίζω
νεοελλ.
1. σχηματίζω γνώμη για κάτι, κρίνω
2. καταλαβαίνω, εννοώ
μσν.
1. παρατηρώ προσεκτικά
2. περιγράφω.
Greek Monotonic
ἐξεικάζω: μέλ. -άσω, εξομοιώνω, προσαρμόζω, σε Ξεν. — Παθ., ἐξείκαστό τινι, ήταν όμοιο με αυτό, στον ίδ.· μτχ. παρακ. οὐδὲν ἐξῃκασμένα, όχι απλές φαινομενικές ομοιότητες, αλλά τα ίδια τα πράγματα, σε Αισχύλ.· στέρνα ἐξῃκασμένα, όπως μία εικόνα, σε Ευρ.· οὐκ ἐξῃκασμένος, αυτός που δεν παρουσιάζεται με προσωπείο, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
fut. άσω
to make like, to adapt, Xen.:—Pass., ἐξείκαστό τινι was like it, Xen.; part. perf., οὐδὲν ἐξῃκασμένα not mere semblances, but the things themselves, Aesch.; στέρνα ἐξῃκασμένα portrayed, Eur.; οὐκ ἐξῃκασμένος not represented by a portrait-mask, Ar.