ἐπιεικτός
ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.
English (LSJ)
ἐπιεικτή, ἐπιεικτόν,
A yielding, Ep. word, in Hom. always with neg., σθένος οὐκ ἐ. unyielding, dauntless might, Il.8.32; μένος ἔμπεδον οὐδ' ἐ. Od.19.493; μένος.. ἀάσχετον, οὐκ ἐ. Il.5.892; πένθος ἄσχετον, οὐκ ἐ. ceaseless, 16.549.
2. ἔργα γελαστὰ καὶ οὐκ ἐπιεικτά not tolerable, Od.8.307; ὀστέον οὐκ ἐ. Opp.H.1.526.
3. permissible, οὐκ ἐπιεικτὰ ζητῶν Anon.Incred.15(14) = Luc.Astr.15: c. dat., befitting, βροτοῖσιν Man.6.402.
German (Pape)
[Seite 940] (εἴκω), nachgebend, nachgiebig, immer mit der negat., μένος οὐκ ἐπιεικτόν, d. i. unbezwinglich, Il. 5, 892 Od. 19, 493; σθένος Il. 8, 32; auch πένθος, 16, 549; ὀστέον οὐκ ἐπ. Opp. H. 1, 625; Od. 8, 307 ἔργα γελαστὰ καὶ οὐκ ἐπιεικτά, arge, unerträgliche Dinge.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
convenable, traitable touj. avec la nég. : οὐκ ἐπιεικτός;
1 intraitable, indomptable;
2 intolérable.
Étymologie: ἐπί, *εἴκω.
English (Autenrieth)
3 (ϝείκω): yielding, always w. neg., μένος οὐκ ἐπιεικτόν, ‘unyielding,’ ‘steadfast,’ Od. 19.493, Il. 5.892 ; σθένος, ‘invincible,’ Il. 16.549 ; ἔργα, ‘unendurable,’ i. e. to which one must not yield, Od. 8.307.
Greek Monolingual
ἐπιεικτός, -ή, -όν και ἐπίεικτος, -ον (Α)
1. ενδοτικός, υποχωρητικός («μένος ἐστὶν ἀάσχετον, οὐκ ἐπιεικτόν», Ομ. Ιλ.)
2. ανεκτός, υποφερτός («ἵνα ἔργα γελαστά καὶ οὐκ ἐπιεικτὰ ἴδησθε», Ομ. Οδ.)
3. (με δοτ.) αρμόδιος, κατάλληλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εικ-τός (< είκω «υποχωρώ, οπισθοχωρώ»)].
Greek Monotonic
ἐπιεικτός: -ή, -όν (εἴκω), συγκαταβατικός, υποχωρητικός· με άρνηση, ανυποχώρητος, ανένδοτος, ακλόνητος, άκαμπτος, σε Όμηρ.· ἔργα οὐκ ἐπιεικτά, ανένδοτα, σκληρά, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιεικτός: уступающий, податливый (только с отриц.): σθένος οὐκ ἐπιεικτόν Hom. неодолимая сила; μένος οὐκ ἐπιεικτόν Hom. неукротимый пыл; πένθος οὐκ ἐπιεικτον Hom. безысходная скорбь; ἔργα οὐκ ἐπιεικτά Hom. возмутительные дела.
Middle Liddell
ἐπι-εικτός, ή, όν εἴκω
yielding: with negat. unyielding, unflinching, Hom.; ἔργα οὐκ ἐπιεικτά not yielding, harsh, Od.