Αἰθίοψ

From LSJ

νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Αἰθίοψ Medium diacritics: Αἰθίοψ Low diacritics: Αιθίοψ Capitals: ΑΙΘΙΟΨ
Transliteration A: Aithíops Transliteration B: Aithiops Transliteration C: Aithiops Beta Code: *ai)qi/oy

English (LSJ)

οπος, ὁ, fem. Αἰθιοπίς, ίδος, ἡ (Αἰθίοψ as fem., A.Fr.328, 329): pl.
A Αἰθιοπῆες Il.1.423, whence nom. Αἰθιοπεύς Call.Del.208: (αἴθω, ὄψ):—properly, Burnt-face, i.e. Ethiopian, negro, Hom., etc.; prov., Αἰθίοπα σμήχειν 'to wash a blackamoor white', Luc.Ind. 28.
2 a fish, Agatharch.109.
II Adj., Ethiopian, Αἰθιοπὶς γλῶσσα Hdt.3.19; γῆ A.Fr.300, E.Fr.228.4: Subst. Αἰθιοπίς, ἡ, title of Epic poem in the Homeric cycle; also name of a plant, silver sage, Salvia argentea, Dsc.4.104:—also Αἰθιόπιος, α, ον, E.Fr.349: Αἰθιοπικός, ή, όν, Hdt., etc.; Αἰ. κύμινον, = ἄμι, Hp.Morb.3.17, Dsc. 3.62:—Subst. Αἰθιοπία, ἡ, Hdt., etc.
2 red-brown, AP7.196 (Mel.), cf. Ach. Tat.4.5.

Spanish (DGE)

-οπος, ὁ, ἡ
• Morfología: [Hom. siempre plu.; dat. plu. Αἰθιόπεσσι Pi.N.3.62, Theoc.7.113, Q.S.2.101]
A adj. etíope φωνή A.Fr.328, παῖς ref. a Memnón, Pi.O.2.83, ἀνήρ Luc.Salt.18, Ach.Tat.4.4.6, ἄνδρες Favorin.Fr.83.
B subst.
I ét.
1 οἱ Αἰθίοπες los etíopes Αἰθιόπων ἐς γαῖαν Il.23.206, cf. Od.1.22, Μέμνων ... Αἰθιόπων βασιλεύς Hes.Th.985, cf. Fr.150.15, 17, Mimn.10.9, Pi.N.l.c., A.Supp.286, Fr.192, Hdt.2.22, Call.Fr.110.52, Theoc.l.c.
Αἰθίοπες ἄνδρες μελάντεροι Luc.Philopatr.4
en sg. genérico ὁ Αἰ. el etíope, los etíopes S.E.M.11.43
pero ὁ Αἰ. el rey de los etíopes, el etíope por antonomasia, Hdt.3.21
tb. en sg. en aposición Ἥλιος Philostr.VA 6.4.
2 Etíope epít. de Zeus en Quíos, Lyc.537.
3 οἱ Αἰ. tít. de una obra de Sófocles, Ath.122b.
II mit. y de pers. Etíope
1 mit., hijo de Hefesto epón. del país, Plin.HN 6.187.
2 de Ptolemaide, discípulo de Aristipo, D.L.2.86.
3 un corintio, Ath.167d.
III geog. Etíope
1 río de Libia, quizás el Níger, A.Pr.809.
2 antiguo n. de la isla de Lesbos, Plin.HN 5.139, cf. Hsch.

French (Bailly abrégé)

οπος (ὁ, ἡ)
adj.
d'Éthiopie, éthiopien, litt. « au visage brûlé, noir » ; ποταμὸς Αἰθίοψ ESCHL le fleuve éthiopien, càd le cours supérieur du Nil ; οἱ Αἰθίοπες les Éthiopiens.
Étymologie: αἴθω, ὤψ.

Russian (Dvoretsky)

Αἰθίοψ: οπος adj. эфиопийский (παῖς Pind.): ποταμὸς Αἰ. Aesch. Эфиопийская река, т. е. верхнее течение Нила.
οπος ὁ эфиоп Hom., Her., Pind.

Greek (Liddell-Scott)

Αἰθίοψ: -οπος, θηλ. Αἰθιοπίς, ίδος, ἡ, καὶ σπανιώτερον Αἰθίοψ ὡς θηλ., Λοβ. Αἴ. 323: - ἀνώμ. πληθ. Αἰθιοπῆες, Ἰλ. Α. 423: - ὁπόθεν ὁ Καλλ. (Δῆλ. 208) ἐσχημάτισεν ὀνομ. Αἰθιοπεύς, ῆος: (αἴθω, ὄψ). Κυρίως, ὁ ἔχων κεκαυμένον τὸ πρόσωπον = μαῦρος, Ὅμ., κτλ.: - Παροιμ. Αἰθίοπα σμήχειν, «τὸν Ἀράπη κηὰν λευκάνῃς κτλ.» ΙΙ. ἐπίθ., Αἰθιοπικός: - Αἰθιοπὶς γλῶσσα, Ἡρόδ. 3. 19· γῆ, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 304, Εὐρ. Ἀποσπ. 230: - τύπος τις Αἰθιόπιος, α, ον, εὕρηται ἐν Εὐρ. Ἀποσπ. 351· Αἰθιοπικός, ή, όν, Ἡρόδ. κτλ., καὶ οὐσιαστ. Αἰθιοπία, ἡ, Ἡρόδ., κτλ. 2) ἐν τῇ κυριολεκτ. σημασίᾳ ὡς τὸ αἶθοψ = ἡλιοκαής, Ἀνθ. Π. 7. 196.

English (Slater)

Αἰθῐοψ (Αἰθίοπα; -όπων, -όπεσσι, -οπας.)
1 Ethiopian Ἀοῦς τε παῖδ' Αἰθίοπα (i. e. Memnon.) (O. 2.83) m. pl as subs., ἐναρίμβροτον ἀναμείναις στράταρχον Αἰθιόπων Μέμνονα (P. 6.31) ἐγχεσφόροις ἐπιμείξαις Αἰθιόπεσσι χεῖρας (sc. Αχιλλεύς) (N. 3.62) καὶ ἐς Αἰθίοπας Μέμνονος οὐκ ἀπονοστήσαντος ἔπαλτο (sc. ὄνυμ' αὐτῶν) (N. 6.49) στράταρχον Αἰθιόπων ἄφοβον Μέμνονα χαλκοάραν (I. 5.40) test., v. fr. 282.

English (Abbott-Smith)

Αἰθίοψ, -οπος, ὁ (< αἴθω, to burn, ὤψ, face; i.e. swarthy), [in LXX for כּוּשׁ;]
Ethiopian: Ac 8:27. †

English (Strong)

from aitho (to scorch) and ops (the face, from ὀπτάνομαι); an Æthiopian (as a blackamoor): Ethiopian.

English (Thayer)

(οπος, ὁ (αἴθω, to burn, and ὤψ (ὄψ), the face; swarthy), Ethiopian (Hebrew כּוּשִׁי): Schenkel i. 285ff; Alex.'s Kitto or McClintock and Strong's Cyclopaedia under the word McClintock and Strong, Ethiopia. Cf. Bib. Sacr. for 1866, p. 515).

Greek Monotonic

Αἰθίοψ: -οπος, ὁ, Επικ. πληθ. Αἰθιοπῆες, θηλ. Αἰθιοπίς, -ίδος (αἴθω, ὄψ
I. κυρίως, αυτός που έχει πρόσωπο που έχει καεί, δηλ. Αιθίοπας, νέγρος, σε Όμηρ. κ.λπ.
II. 1. επίθ., Αιθιοπικός, σε Ηρόδ. κ.λπ.· Αἰθιοπικός, , -όν και ως ουσ. Αἰθιοπία, , στον ίδ.
2. με κυριολεκτική σημασία, ηλιοκαμμένος, σε Ανθ.

Middle Liddell

αἴθω, ὄψ]
I. properly burnt-face, i. e. an Ethiop, African, Hom., etc.
II. adj. Ethiopian, Hdt., etc.

Chinese

原文音譯:A„q⋯oy 埃提哦普士
詞類次數:專有名詞(2)
原文字根:黑炭-面貌
字義溯源:埃提阿伯,埃提阿伯人;意為:黑色,由(Αἰθίοψ)X*=燒焦)與(ὠφέλιμος)X=容貌)組成;而 (ὠφέλιμος)X出自 (ὀπτάνομαι)*=注視。註:埃提阿伯是希伯來文之稱呼,希獵文稱為古實,即阿比西尼阿,今稱埃塞俄比亞
出現次數:總共(2);徒(2)
譯字彙編
1) 埃提阿伯的(1) 徒8:27;
2) 埃提阿伯(1) 徒8:27