Γραικός
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
English (LSJ)
ὁ, Greek, Ἕλληνες ὠνομάσθησαν τὸ πρότερον Γραικοὶ καλούμενοι Marm.Par.11 (iv B. C.), cf. Arist.Mete.352b2, Apollod.1.7.3, Call.Fr.104, Lyc.532, etc.; Γραῖκες Alcm.134, S.Fr.518 is of doubtful meaning, cf. also Ῥαικός:—hence Γραικίτης, ου, ὁ, Lyc.605:
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
Greco
I mit.
1 hijo de Pandora y Zeus, Hes.Fr.5.3.
2 hijo de Tésalo del que toman su n. los griegos, St.Byz., cf. EM 239.15G.
II ét., más frec. plu. οἱ Γραικοί griego(s) n. dado por extranjeros a los helenos, S.Fr.1087, Arist.Mete.352b2, Marm.Par.A.6, Call.Fr.11.6, 514, Alex.Aet.4.1, Apollod.1.7.3, Lyc.532, 891, 1195, Hsch., St.Byz.s.u. Γραικός
•c. sent. despect. entre los romanos γερόντιοι Γραικοί viejecillos griegos Plu.Cat.Ma.9, como apodo peyor. de Cicerón, Plu.Cic.5, 38, cf. γραῖκες, Γραῖκες.
• Diccionario Micénico: ka-ra-wi-ko (?).
• Etimología: Quizá de origen ilir., cf. sin suf. lat. Graius, mesapio Graias, Grahis.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
grec ; γῆ Γραική, région près d'Oropos.
Étymologie: cf. Γραῖα, Γρᾶες.
Greek (Liddell-Scott)
Γραικός: ὁ, Λατ. Graecus, παλαιὸν ὄνομα τῶν Ἑλλήνων,Ἕλληνες ὠνομάσθησαν, τὸ πρότερον Γραικοί καλούμενοι Μάρμ.Πάρ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2374.11, πρβλ. Ἀριστ.Μετεωρ. 1.14,15,Ἀπολλόδ. 1.7,3. Ἡ λέξις εἶχε περιέλθει εἰς ἀχρηστίαν, ἀλλ᾿ ὁ Σοφοκλῆς ἀνεζωοποίησεν αὐτὴν (Εὐστ. 890.14),ἐξ οὗ ὅμως ὁ Φώτ. 480.15 ἀναφέρει τὸν τύπον Ραικούς, καὶ ὁ Στέφ. Βυζ. (ἐν λ. Γραικὸς) ἀναφέρει Γραῖκες, αἱ τῶν Ἑλλήνων μητέρες ἐκ τοῦ Ἀλκμᾶνος καὶ Σοφ. Ἐντεῦθεν Γραικίτης,ου,ὁ, Λυκόφρ. 605· Γραικίζω,ἑλληνίζω,τὴν ἑλληνικὴν ὁμιλῶ, Ἡρῳδιαν .Ἐπιμ.12· Γραικιστί, ἑλληνιστί, Ε.Μ.239.19.
Greek Monolingual
ο (AM Γραικός)
Έλληνας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Με τη λ. Γραικοί, κατά τον Αριστοτέλη, χαρακτηρίζονταν αρχικά οι Δωριείς της Ηπείρου και πιο συγκεκριμένα της Δωδώνης. Η ονομασία αυτή πρέπει να δόθηκε στους Έλληνες από τους Ιλλυριούς γείτονες τους, πράγμα στο οποίο συντείνει η μορφή της λέξεως και η έλλειψη του ελλ. επιθήματος -ικός. Αργότερα η λ. παραλήφθηκε από τους Λατίνους (ως Graeci), απ' όπου εισήχθη και στις νεώτερες ευρωπαϊκές γλώσσες (πρβλ. αγγλ. Greeks
γαλλ. Grecs
γερμ. Griechen
ιταλ. Greci). Χωρίς επίθημα -k- εμφανίζεται η λ. στο λατ. Graius, μεσσαπ. Graias, Grahis. Η υπόθεση συσχετισμού της λ. με την ονομασία του λαού Γράες της Ηπείρου ή με το «γη Γραικική» στον Ωρωπό πιθανόν να οφείλεται σε παρετυμολογία, ενώ το Γραίκες «αι τών Ελλήνων μητέρες» (Αλκμάν) είναι μετασχηματισμός του γραύς κατά το γυναίκες. Στην ελληνιστική εποχή η λ. Γραικοί, που ήταν συνώνυμη του Έλληνες και χρησιμοποιούνταν ευρέως από τους Αλεξανδρινούς ποιητές, προήλθε πιθ. από το λατ. Graeci. Με την επιβολή όμως του χριστιανισμού υποχώρησε η χρήση του ονόματος Έλληνες, επειδή δήλωνε αυτούς που λάτρευαν τους αρχαίους θεούς και τη θέση του πήραν τα Ρωμαίοι, Ελλαδικοί και λιγότερο το Γραικοί, ενώ από τον 12ο αιώνα χρησιμοποιούνταν εξίσου τα Γραικοί, Ρωμαίοι, Έλληνες μέχρι την Επανάσταση του 1821, αφότου επικράτησε και με επίσημη καθιέρωση η ονομασία Έλληνες].
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: peoples name, "Greek" (Marm. Par. IIIa, Arist. Mete. 352 b 2). Γραικίτης griechisch (Lyc., St. Byz.; Redard, Noms grecs en -της 123), γραικίζω speak Greek (Hdn.). γραικιστί (EM).
Derivatives: Γραικίτης griechisch (Lyc., St. Byz.; Redard, Noms grecs en -της 123), γραικίζω speak Greek (Hdn.). γραικιστί (EM).
Etymology: The name, prob. given to the Epirotic Dorians by their Illyrian neighbours, was taken over by the Italics and extended to all Hellenes. The use of the word in hellenistic literature is partly based on Lat. Graeci. - Without k-Suffix we have Lat. Graius, Messap. graias, grahis. The term may have come to Italy through the Etruscans, Ernout, R. Ph. 1962, 209-216. Perhaps the Epirotic name Γρᾶες was the basis; its origin is unknown. - See Schwyzer 80 Nr. 4 and 497 n. 7 and Jacobsohn KZ 55, 37, Kretschmer Glotta 30, 156f. - Γραική = Oropia (NE.-Attica), derived from Γραία, isirrelevant.. (Γραῖκες = αἱ τῶν Ἐλλήνων μητέρες (Alcm. 134), from γραῦς after γυναῖκες, is also irrelevant.)
Frisk Etymology German
Γραικός: {Graikós}
Meaning: Volksname, "Grieche" (Marm. Par. IIIa, Arist. Mete. 352 b 2, hell.), Γραική = Oropia (NO.-Attika).
Derivative: Davon Γραικίτης griechisch (Lyk., St. Byz.; Redard Les noms grecs en -της 123), γραικίζω griechisch sprechen (Hdn.) mit γραικιστί (EM).
Etymology: Dieser Name, ursprünglich den epirotischen Doriern von ihren illyrischen Nachbarn beigelegt, wurde von den Italern übernommen und von ihnen auf sämtliche Hellenen übertragen. Der Gebrauch des Wortes in der hellenistischen Lit. geht teilweise auf lat. Graeci zurück. — Ohne k-Suffix erscheint der Name in lat. Graius, messap. graias, grahis. Zugrunde liegt der epirotische Volksname Γρᾶες, dessen Ursprung unbekannt ist. — Einzelheiten bei Schwyzer S. 80 Nr. 4 und 497 A. 7 m. weiterer Lit., außerdem Jacobsohn KZ 55, 37, Kretschmer Glotta 30, 156f. — Γραῖκες = αἱ τῶν Ἑλλήνων μητέρες (Alkm. 134) ist Umbildung von γραῦς nach γυναῖκες.
Page 1,323