έκταση

From LSJ

Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst

Menander, Monostichoi, 142

Greek Monolingual

η (AM ἔκτασις)
1. άπλωμα, τέντωμαέκταση τών χειρών»)
2. συνεκδ. μέγεθος, ευρύτητα, σπουδαιότηταέκταση επιχειρήσεων, ζημιών»)
νεοελλ.
1. αύξηση διαστάσεως κατά μήκος ή και πλάτος, επιμήκυνση, διεύρυνση
2. (για τον χρόνο) διάρκειαέκταση χρόνου»)
3. διάσταση επιφάνειας, χώρος, περιοχή, εμβαδόνέκταση της πόλης, της πεδιάδας, του οικοπέδου κ.λπ.»)
4. φυσ. η γενική ιδιότητα τών σωμάτων να καταλαμβάνει καθένα ορισμένο χώρο
5. μαθ. οι τρεις διαστάσεις τών σωμάτων, μήκος, πλάτος και ύψος
6. μουσ. το μεταξύ τών δύο άκρων φθόγγων διάστημα
7. ναυτ. η μεταφορά με βάρκα ενός σχοινιού σε απόσταση από το πλοίο για να προσδεθεί στην ξηρά
8. στρ. το βεληνεκές, η έκταση ή δραστικότητα της βολής
9. γραμμ. η μεταβολή βραχέος φωνήεντος σε μακρό
10. ιατρ. παθολογική διεύρυνση αιμοφόρου αγγείου ή κοίλου σπλάγχνου
11. φρ. «εν εκτάσει» — λεπτομερώς, με πολλά λόγια, διά μακρών
αρχ.
1. επέκταση, επαύξηση
2. σαφής, ακριβής εργασία
3. ώθηση, παρόρμηση
4. ανάπτυξη, παράταξη.