ήρωας
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
Greek Monolingual
ο, θηλ. ηρωίδα (AM ἥρως, θηλ. ἡρωίς
Α θηλ. και ἡρωίνη)
1. έξοχος για την ανδρεία του ή την αρετή του άνθρωπος
2. ιερός νεκρός στον οποίο αποδίδονται μεταθανάτιες τιμές
3. θαρραλέος, ατρόμητος που φτάνει ως την αυτοθυσία για κάποιο ανώτερο σκοπό
νεοελλ.
1. το κύριο ή βασικό πρόσωπο ποιητικού ή θεατρικού έργου
2. ο δράστης, το κύριο πρόσωπο σε κάποιο γεγονός ή επεισόδιο
αρχ.
1. πληθ. ἥρωες
το τέταρτο γένος μετά το χρυσό, το αργυρό και το χάλκινο και πριν από το σιδερένιο, από τους ανθρώπους, τους κοινούς θνητούς
2. μακαρίτης, πεθαμένος
3. φρ. «ἐπώνυμοι ἥρωες» — οι ήρωες από τους οποίους έπαιρναν τις ονομασίες τους οι φυλές της αρχαίας Αθήνας
4. φρ. «ἥρως στιγματίας» — στιγματισμένος κακοποιός
5. το θηλ. ως ουσ. η ηρωΐς (ενν. ἐννεατηρίς)
εορτή που γινόταν στους Δελφούς κάθε ένατο έτος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ανάγεται σε ΙE ser- «προφυλάσσω, προστατεύω» και πιθ. συνδέεται με το Ήρα. Η άποψη κατά την οποία ο τ. ανάγεται σε ήρωF- δεν φαίνεται πειστική, γιατί στον τ. της μυκηναϊκής tiriseroe δεν μαρτυρείται -F-. Στην αττ. διάλεκτο απαντούν και τ. που προκύπτουν με συναίρεση: ήρω < ήρωα, ήρως < ήρωας ή -ες, όπως και γεν. ήρω, σύμφωνα με την αττική κλίση. Μαρτυρούνται επίσης τ. και με –ν-: ήρω-νος, ήρω-νι. Ως όρος «ευγενούς καταγωγής» η σημασία «ήρωας» αναφέρεται στους ήρωες του Ομήρου ανεξαρτήτως σπουδαιότητας, αλλά και στους θεούς. Μετά τον Όμηρο έλαβε θρησκευτική σημασία: «ημίθεος», «τοπικός θεός», που οφείλεται σε νεκρική λατρεία και στη μεταθανάτια θεοποίηση ανθρώπων (π. χ. Θησέας). Γι' αυτό η λ. ήρωας χρησιμοποιείται και για νεκρό ή φάντασμα. Η λατρεία τών ηρώων είναι άγνωστη στα ομηρικά κείμενα, αλλά πολύ αρχαία, πράγμα που επιβεβαιώνεται από τη δοτική του τ. της μυκηναϊκής tiriseroe «στον τριπλό ήρωα», που σημαίνει τον «πολύ αρχαίο ήρωα».
ΠΑΡ. ηρωικός, ηρωίδα (ηρωίς), ηρωίνη, ηρώισσα
αρχ.
ηρωιασταί, ηρώιος, ηρωιστής, ηρών, ηρώος, ηρώσσα
αρχ.-μσν.
ηρώειον.
ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) αρχ. ηρωογονία, ηρωολογώ, ηρωοφόρος
μσν.
ηρωελεγείον, ηρωίαμβος, ηρωογράφος
νεοελλ.
ηρωολατρεία. (Β' συνθετικό νεοελλ. αντιήρωας].