βίοτος
οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand
English (LSJ)
ὁ, Ep.,
A = βίος 1, life, βιότοιο τελευτή Il.7.104, cf. Emp. 15.2, A.Pers.360, al.
II = βίος ΙΙ, means of living, substance, ναῖε δὲ δῶμα ἀφνειὸν βιότοιο Il.14.122; β. κατακείρετε πολλόν Od.4.686; γύαι φέρουσι β. ἄφθονον βροτοῖς A.Fr.196; βιότου κτῆσις Ar. Av.718, cf. Ec.669:—in late Prose, PLond.5.1889 (vi A.D.).
III = βίος III, the world, mankind, μνήμῃ βιότου παρέδωκεν Epigr.Gr.319 (Philadelphia).
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): cret. βίετος ICr.1.16.7.10 (Lato II/I a.C.)
• Morfología: [ép. gen. -οιο Il.4.170, Emp.B 115.8, dór. -ω Call.Lau.Pall.128]
I dep. de los medios econ.
1 manutención, sustento consistente en productos agrícolas δῶμα ... ἐνίπλειον βιότοιο Od.19.580, 21.78, ὥς κέ τοι ... βιότου πλήθωσι καλιαί Hes.Op.307, cf. 302, 475, exportable ἐν νηὶ ... βίοτον πολὺν ἐμπολόωντο Od.15.456, cf. 446, PLond.1889re.12 (VI d.C.), constituido tb. por riqueza ganadera Od.17.594, cf. 14.3, 524, ἀφνειὸς βιότοιο Il.5.544, 6.14, βίοτον δ' ἀπὸ πάμπαν ὀλέσσει (cabras y bueyes que diariamente consumen los pretendientes) Od.2.49, cf. 4.90
•acompañado de verb. que significan ‘comer’ βίοτον ... καὶ κτήματ' ἔδονται Od.2.123, cf. 126, 1.377, 15.32
•junto c. otros bienes medios de vida βίοτον ... καὶ κτήματ' Od.16.384, (ἀνδρὶ) παρ' ἀκλήρῳ ᾧ μὴ β. πολὺς εἴη Od.11.490, cf. Hes.Th.605, Op.400, 499, βίοτον καὶ χρυσὸν ἀγείρων Od.3.301, βιότου παλάμαι medios para ganarse la vida Thgn.624
•dep. de ἔργα: ἔργα δαεὶς χειροῖν συλλέγεται βίοτον Sol.1.50
•op. ψυχή: μυρόμεναι ψυχῆς εἵνεκα καὶ βιότου preocupadas por la vida y el sustento Thgn.730, γλυκὺν ἑλὼν βίοτον, μακρὸν οὐχ ὑπέμεινεν ὄλβον Pi.P.2.26, γύαι φέρουσι βίοτον ἄφθονον A.Fr.196, βιότου κτῆσις Ar.Au.718, βίοτος πᾶσιν ὑπάρξει Ar.Ec.669.
2 beneficio, negocio en economía premonetaria ἵνα μοι βίοτον πολύν ἄλφοι Od.17.250.
3 modo de vida dep. de los medios econ., Ar.Ec.594.
II indep. de los medios econ.
1 vida como algo unido a la pers. εἰ μέν κεν πατρὸς βίοτον καὶ νόστον ἀκούσῃς Od.1.287, cf. 2.218, ὡς ... ἀσπάσιος β. παίδεσσι φανήῃ Od.5.394, λιλαιόμενοι βιότοιο Od.12.328, 24.536, βιότοιο μεγήρας Il.13.563, νεανίδων ... ἀνδροτυχεῖς βιότους A.Eu.960, χάρμα ... βιότῳ φάος Pi.O.10.23, τὸν παρ' αὑτῷ βίοτον S.OT 612, λόγχας ἔραμαι ... διὰ τ' εὐνᾶσαι τὸν ἐμὸν βίοτον E.Hipp.1367, cf. Nonn.Par.Eu.Io.3.2, μνήμῃ βιότου GVI 685.1 (Lidia I d.C.), definida como placentera o cruel πληγαὶ βιότου A.Eu.933, τὸ ... βιότου πολύπονον S.Tr.117, cf. 1022, El.186, καλὸς ... οὑμὸς β. S.El.393, E.Ba.390, 910
•c. connotaciones morales ἅγνοις ... βιότοις Alc.130b.1, εὐσταθίη βιότοιο Orác. en ZPE 7.1971.208 (Dídima II d.C.), SEG 35.1097.8 (Dídima II/III d.C.), ἀπήμαντον ἄγων βίοτον Pi.O.8.87, cf. N.7.98, ἐτητυμίη βιότοιο SEG 36.1165.3 (Heraclea Póntica), cf. AP 7.331.
2 tiempo de la vida, vida determ. por palabras que indican fin o cumplimiento φάνη βιότοιο τελευτή Il.7.104, 16.787, cf. Pi.I.3(4).23, Call.l.c., πότμον ἀναπλήσας βιότοιο Il.4.170, οὐκέτι πολλὸς βιότου χρόνος λέλειπται Anacr.36.6, cf. Thgn.905, A.A.720, Pers.711, S.Tr.81, βιότου φάος ... λιπών TAM 3.798.2 (Termeso II d.C.), ἐν βιότῳ E.Alc.474, El.1352, ἐς ᾍδαν ... ἵν' ἐκπεραίνει τάλας βίοτον E.HF 429, cf. 736, Fun.Mon.1041.13 (II/III d.C.)
•como un segmento temporal humano op. al αἰών de los bienaventurados, Pi.O.2.63, op. βίος Emp.B 115.8.
3 vida inmortal o tras la muerte en ciertas condiciones β. ἄφθιτος alcanzada por una mortal unida a un dios, Pi.O.2.29, por los ganadores de los juegos, Pi.O.1.97, τὸν αἰεὶ βίοτον S.OC 1584, ἀπειροσύνην ἄλλου βιότου E.Hipp.195, cf. Io 1068, IEphesos 1628.9, 10 (I d.C.).
4 vida op. ‘muerte’ αὐτίκα δὴ τεθνάναι βέλτιον ἢ β. Mimn.2.10, θνατῶν β. S.Ant.614
•rel. c. un principio vital cuya pérdida es la ‘muerte’ ἔσωσας βίοτον καὶ ψυχάν E.Alc.929, cf. Io Eleg.4.2, βίοτον ἐμπνέων E.Hipp.1246, ὀλέσας βίοτον E.Hipp.1367, cf. Epic.Alex.Adesp.2.27
•rel. c. la salud σαρκὸς εἰς εὐεξίαν ἀσκοῦσι βίοτον E.Fr.201.
• Etimología: Formado sobre el tema *gu̯eiHu̯3- de βίος c. el suf. -τος.
German (Pape)
[Seite 446] ὁ, poet. = βίος; Hom. oft; = L eben Iliad. 7, 104 ἔνθα κέ τοι, Μενέλαε, φάνη βιότοιο τελευτὴ Ἕκτορος ἐν παλάμῃσιν; 4, 170 αἴ κε θάνῃς καὶ πότμον ἀναπλήσῃς βιότοιο; Od. 2, 218 εἰ μέν κεν πατρὸς βίοτον καὶ νόστον ἀκούσω; 5, 394 ὡς δ' ὅτ' ἂν ἀσπάσιος βίοτος παίδεσσι φανήῃ πατρός, ὃς ἐν νούσῳ κῆται; = Vermögen Od. 2, 123 τόφρα γὰρ οὖν βίοτόν τε τεὸν καὶ κτήματ' ἔδονται, Homerisch, βίοτον u. κτήματα stehn παραλλήλως, d. h. sie sind gleichbedeutend; vgl. 16, 384; Od. 3, 301 βίοτον καὶ χρυσόν παραλλήλως; = Waaren Od. 15, 456 ἐν νηὶ βίοτον πολὺν ἐμπολόωντο; = Kaufsumme für einen Sklaven Od. 17, 250 ἵνα μοι βίοτον πολὺν ἄλφοι; = Lebensunterhalt Od. 17, 594, wo Eumäus zum Telemachus sagt ἐγὼ μὲν ἄπειμι, σύας καὶ κεῖνα φυλάξων, σὸν καὶ ἐμὸν βίοτον; vgl. noch Iliad. 14. 122 ναῖε δὲ δῶμα ἀφνειὸν βιότοιο und Od. 1, 160 ἀλλότριον βίοτον νήποινον ἔδουσιν; – öfter Tragg. u. Pind.; Lebensart, Ar. Eccl. 594.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 vie;
2 moyens d'existence, ressources ; choses bonnes ou utiles en gén.
Étymologie: βίος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βίοτος -ου, ὁ βίος
1. leven.
2. levensonderhoud; bezit:. βίοτον πολύν veel bezit Od. 15.456.
Russian (Dvoretsky)
βίοτος: ὁ
1 жизнь Hom., Trag., Plut.;
2 средства к существованию Hom., Aesch.;
3 имущество, добро Hom.;
4 мир, свет, люди, Anth.
Middle Liddell
= βίος I] βιόω
I. life, Il., Trag.
II. = βίος II, means of living, substance, Lat. victus, Hom.
III. the world, mankind, Anth.
English (Autenrieth)
(βίος): life, livelihood, substance, goods; πότμος βιότοιο, Il. 4.170; βίοτον καὶ νόστον, Od. 1.287; ἀλλότριον βίοτον νήποινον ἔδουσιν, Od. 1.160; βίοτος καὶ κτήματα, Od. 2.123.
English (Slater)
βῐοτος (-ου, -ῳ, -ον)
1 life λοιπὸν ἀμφὶ βίοτον (O. 1.97) λέγοντι βίοτον ἄφθιτον Ἰνοῖ τετάχθαι (O. 2.29) ἀπονέστερον ἐσλοὶ δέκονται βίοτον (O. 2.63) ἀπήμαντον ἄγων βίοτον (O. 8.87) ἔργων πρὸ πάντων βιότῳ φάος (O. 10.23) παρὰ Κρονίδαις γλυκὺν ἑλὼν βίοτον (P. 2.26) εἰ γάρ σφισιν ἐμπεδοσθενέα βίοτον ἁρμόσαις ἥβᾳ λιπαρῷ τε γήραι διαπλέκοις εὐδαίμον' ἐόντα (N. 7.98) θνατὸν διέρχονται βιότου τέλος (Donaldson: βίου codd.) (I. 4.5) [ἑλίσσων βιότου πόρον codd.: βίου Tricl.) (I. 8.15) ] ]το βιότωλτ;ιγτ; φαος[ (Wil.: βροτῷ Lodi: cf. (O. 10.23)) ?fr. 334a. 7.
Greek Monolingual
βίοτος, ο (Α)
1. βίος, ζωή
2. τα αναγκαία για τη ζωή
3. τα υπάρχοντα, ο πλούτος
4. το ανθρώπινο γένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. βίος.
Greek Monotonic
βίοτος: ὁ (βιόω), I.=βίος I, ζωή, σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ. II.=βίος II, τα μέσα της ζωής, εισόδημα, Λατ. victus, σε Όμηρ.
III. κόσμος, ανθρώπινο γένος, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
βίοτος: ὁ, (βιόω) = βίος Ι, ζωή, Ἰλ. Η. 104, καὶ συχν. παρὰ Τραγ., Αἰσχύλ. Πέρσ, 360, 708, 711, κτλ. (πρβλ. ἀβίοτος)· ὡσαύτως ἐν χρήσει παρ’ Ἀριστοφάνει (ἐν ἀναπαίστοις), ἀλλ’ οὐδαμοῦ παρὰ τοῖς πεζοῖς τῶν Ἀττ. ΙΙ. = βίος ΙΙ, μέσα πρὸς ζωήν, περιουσία, Λατ. victus, ναῖε δὲ δῶμα… βιότοιο Ἰλ. Ξ. 122· β. κατακείρετε πολλὸν Ὀδ. Δ. 686· γύαι φέρουσι β. ἄφθονον βροτοῖς Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 189. ΙΙΙ. = βίος ΙΙΙ, ὁ κόσμος, τὸ ἄνθρώπινον γένος, Ἀνθ. Π. παράρτ. 262.
English (Woodhouse)
livelihood, living, sustenance, means of support, way of living