τόφρα
Λαβὼν ἀπόδος, ἄνθρωπε, καὶ λήψῃ πάλιν → Capias ut iterum, redde, quod iam ceperis → Du nimmst; gib, Mensch, zurück, damit du wieder nimmst
English (LSJ)
demonstr. Adv. of time,
A up to or during that time, so long, Hom., answering to relat. ὄφρα, which follows, Il.11.754, Od. 4.289 (so ὄφρ' ἄν with subj., Il.1.509, al.); but the relat. commonly precedes, ὄφρα... τόφρα… in the time, in the course of that time, so long... 18.381, Od.20.330, h.Cer.37; ὄφρ' ἂν... τόφρα… Il.7.194, Od.5.362, al.; ὄφρα.. τόφρα δὲ.. Il.4.221, Od.10.126:—besides the regular ὄφρα... τόφρα.. we find τ.... ἕως.. 5.122; τ.... ἕως κε.. 2.77; more freq. ἕως... τόφρα.... Il.15.392, Od.12.328, al.; ἕως... τόφρα δὲ.. Il. 10.507, Od.5.425, etc.; ἀλλ' ὅτε δὴ... τόφρα… 10.571; πρὶν... τόφρα… Il.21.101; εὖτε... τόφρα δὲ.. Od.20.77.
b abs., meanwhile, Il.10.498, 13.83, Od.3.303, 464, al.
2 in Alex. Poets as relat., = ὄφρα, A.R.4.1617, Orph. A.347: τόφρα μὲν (relat.)... τόφρα δὲ (demonstr.).. Call.Del.39.
II in Antim.3 and Alex. Poets also as a final Conjunction, so that, that, A.R.3.807, 4.1487, AP9.242 (Antiphil.), 13.22 (Phaedim.), Orph.A. 939.
German (Pape)
[Seite 1132] adv. der Zeit, so lange bis, bis dahin, bis zu der Zeit, worauf in der Regel der Nachsatz mit ὄφρα folgt, welches wir durch ein bloßes »daß« wiedergeben, Hom.; auch kann ὄφρα vorangehen, Il. 18, 381 Od. 20, 330, in welchem Falle auch τόφρα δέ steht, Il. 9, 221 Od. 10, 126. Es entsprechen sich auch τόφρα – ἕως, Od. 5, 122, τόφρα – ἕως ἄν, 2, 77, ἕως – τόφρα, Il. 15, 392. 18, 16. 21, 606 Od. 12, 328, ἕως – τόφρα δέ, Il. 10, 507. 11, 412. 15, 540. 17, 107 Od. 5, 424, ἀλλ' ὅτε δή – τόφρα, 10, 571, πρίν – τόφρα, Il. 21, 101, εὖτε. – τόφρα δέ, Od. 20. 77. – Auch absolut, unterdessen, während der Zeit, so daß der Relativsatz sich aus dem Vorigen ergiebt oder als bekannt vorausgesetzt wird, Il. 10, 498. 13, 83. 15, 525 Od. 3, 303 u. öfter. – Alexandrinische Dichter brauchten des Verses wegen auch τόφρα für ὄφρα, Ap. Rh. 4, 1487; vgl. Herm. H. h. Cer. 66; Jac. A. P. p. 507. 790.
French (Bailly abrégé)
adv. démonstr.
1 pendant tout ce temps, jusqu'à ce moment : τόφρα… ὄφρα IL pendant tout le temps que ; jusqu'au moment où ; ὄφρα… τόφρα pendant que… cependant ; au moment où… jusqu'à ce moment;
2 sur ces entrefaites, cependant.
Étymologie: th. dém. το-, ὄφρα; cf. τότε, ὅτε, etc.
Russian (Dvoretsky)
τόφρᾰ: adv. и conjct.
1 до тех пор, дотоле: τ. …, ὄφρα Hom. до тех пор …, пока;
2 тем временем, между тем;
3 в то время как, пока: ὄφρα …, τ. Hom. в то время как (пока) …, тем временем;
4 так (с тем) чтобы: τ. ἀλέξωνται πάτρῃ Anth. чтобы защитить родину.
Greek (Liddell-Scott)
τόφρᾰ: δεικτικὸν ἐπίρρημα χρόνου, ἐπὶ τοσοῦτον χρόνον, ἀνταποδίδεται εἰς τὸ ἐν τῇ προτάσει προηγούμενον ἢ ἑπόμενον· ὄφρα, τόφρα γὰρ οὖν ἑπόμεσθα διὰ σπιδέος πεδίοιο, ... ὄφρ’ ἐπὶ Βουπρασίου πολυπύρου βήσαμεν ἵππους Ἰλ. Λ. 753, κ. ἀλλαχοῦ (οὕτως, ὄφρα ἄν..., μεθ’ ὑποτ., τόφρα δ’ ἐπὶ Τρώεσσι τίθει κράτος, ὄφρ’ ἂν Ἀχαιοὶ υἱὸν ἐμὸν τίσωσιν ὀφέλλωσίν τέ ἑ τιμῇ Α. 509, κτλ.)· ἀλλὰ τὸ ἀναφορ. συνήθως προηγεῖται, ὄφρ’ ὅ γε ταῦτα ἐπονεῖτο..., τόφρα οἱ ἐγγύθεν ἦλθε θεὰ Θέτις ἀργυρόπεζα..., καθ’ ὃν χρόνον..., τότε, Ἰλ. Σ. 381, Ὀδ. Υ. 330, Ὕμν. εἰς Δήμ. 37· ὄφρα ἄν..., τόφρα..., Ἰλ. Η. 194, Ὀδ. Ε. 361, κτλ.· καὶ ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει τὸ τόφρα δὲ ἐνίοτε κεῖται ἀντὶ τοῦ ἁπλοῦ τόφρα, Ἰλ. Δ. 221, Ὀδ. Κ. 126 - ἀντὶ τοῦ κανονικοῦ ὄφρα..., τόφρα..., εὑρίσκομεν ἐνίοτε τόφρα..., ἕως...· τόφρα..., ἕως κε..., Ὀδ. Ε. 122., Β. 77· ἀλλὰ συνηθέστερον ἕως..., τόφρα..., Ιλ. Ο. 392, Οδ. Μ. 328, κλπ.· ἕως..., τόφρα δέ..., Ἰλ. Κ. 507, Ὀδ. Ε. 424, κλπ.· ἀλλ’ ὅτε δή..., τόφρα..., Κ. 571· πρίν..., τόφρα..., Ἰλ. Φ. 101· εὖτε..., τόφρα δέ... Ὀδ. Υ. 77. β) ἀπολ., ἐν τῷ μεταξύ, ἐν τοσούτῳ, τόφρα δ’ ἄρ. ὁ τλήμων Ὀδυσεὺς λύε μώνυχας ἵππους Ἰλ. Κ. 498., Ν. 83, Ὀδ. Γ. 303, 464, κ. ἀλλ. 2) παρὰ τοῖς Ἀλεξ. ποιηταῖς ὡς ἀναφορ. = ὄφρα, Καλλ. εἰς Δῆλον 39, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1617, Ὀρφ. Ἀργ. 345. ΙΙ. παρὰ τοῖς Ἀλεξ. ποιηταῖς ὡσαύτως ὡς τελικὸς σύνδεσμος, ὥστε..., ἵνα, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 807, Δ. 1487, Ἀνθ. Π. 9. 242., 13. 22, Ὀρφ. Ἀργ. 937· τόφρα..., τόφρα, Καλλ. εἰς Δῆλ. 39 κἑξ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τόφρα· ἐν τοσούτῳ. ἕως τούτου τοῦ χρόνου καὶ ἔστιν ἀνταποδοτικὸν τοῦ ὄφρα καὶ ἄχρι, ἢ ἕως ἢ ἵνα», πρβλ. Ἀπολλωνίου Ὁμ. Λεξικ. ἐν λ. καὶ Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 807.
English (Autenrieth)
so long, answering to ὄφρα, also to ἕως, ὅτε, πρίν, εὖτε. With δέ, Il. 4.221. Up to the time (when), Il. 1.509. Meanwhile, Il. 13.83, Od. 12.166.
Greek Monolingual
Α
επίρρ.
1. χρον. για τόσο χρονικό διάστημα, ώς τότε («ὄφρα ὅ γε ταῦτα ἐπονεῖτο... τόφρα οἱ ἐγγύθεν ἦλθε θεὰ Θέμις», Ομ. Ιλ.)
2. εν τω μεταξύ, στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα («τόφρα δὲ Τηλέμαχον λοῦσεν καλὴ Πολυκάστη», Ομ. Οδ.)
3. (αναφορ.) όφρα
4. (ως τελ. σύνδ.) όπως, ως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. τόφρα, συσχετικό του ὄφρα, έχει σχηματιστεί από το θ. του οριστικού άρθρου (πρβλ. IE tod < ρίζα το-, τα-, τιο-, βλ. λ. ο, η, το) με τη δυσερμήνευτη κατάλ. -φρα, που απαντά και στον τ. όφρα (βλ. λ. όφρα)].
Greek Monotonic
τόφρᾰ: δεικτικό επίρρ. χρόνου,
1. επί τόσο χρόνο, κατά τη διάρκεια αυτού του χρόνου, πρότερο του συσχ. ὄφρα, σε Ομήρ. Ιλ.
2. απόλ., εν τω μεταξύ, σε Όμηρ.
Middle Liddell
1. demonstr. adv. of time, up to or during that time, so long, antecedent to relat. ὄφρα, Il.
2. absol. meanwhile, Hom.
Frisk Etymology German
τόφρα: {tóphra}
Grammar: demonstr. Adv.
Meaning: so lange, bis dahin, inzwischen (ep. poet. seit Il.).
Etymology: Vom demonstr. το- mit unklarem Hinterglied; s. ὄφρα m. Lit.
Page 2,915