διαμαστροπεύω

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαμαστροπεύω Medium diacritics: διαμαστροπεύω Low diacritics: διαμαστροπεύω Capitals: ΔΙΑΜΑΣΤΡΟΠΕΥΩ
Transliteration A: diamastropeúō Transliteration B: diamastropeuō Transliteration C: diamastropeyo Beta Code: diamastropeu/w

English (LSJ)

prostitute, pander: metaph. in Pass., γάμοις διαμαστροπευομένης τῆς ἡγεμονίας = the command having been bargained away by a marriage, Plu.Caes.14.

Spanish (DGE)

prostituir fig., en v. pas. γάμοις διαμαστροπευομένης τῆς ἡγεμονίας = prostituido el supremo poder con bodas Plu.Caes.14, cf. App.BC 2.14.

German (Pape)

[Seite 589] verkuppeln; ἡγεμονία γάμοις διαμαστροπευομένης τῆς ἡγεμονίας Plut. Caes. 14, der Oberbefehl wird durch eine Heirat vergeben.

French (Bailly abrégé)

prostituer.
Étymologie: διά, μαστροπεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-μαστροπεύω koppelen; overdr.: γάμοις διαμαστροπευομένης τῆς ἡγεμονίας = nu de leiding van de staat door huwelijken versjacherd wordt Plut. Caes. 14.8.

Russian (Dvoretsky)

διαμαστροπεύω: сводничать: γάμοις διαμαστροπευομένη ἡγεμονία Plut. ирон. власть, полученная путем брака.

Greek (Liddell-Scott)

διαμαστροπεύω: μεσιτεύω πρὸς ἀτιμίαν, προαγωγεύω, δ. τὴν ἡγεμονίαν γάμοις, πωλῶ τὸ κράτος ἀντὶ γάμου, Πλούτ. Καίσ. 14.

Greek Monotonic

διαμαστροπεύω: μέλ. -σω, προάγω σε ατιμία, προωθώ, εκπορνεύω, διαφθείρω· δ. τὴν ἡγεμονίαν γάμοις, ξεπουλώ το κράτος με ένα γάμο, σε Πλούτ.

Middle Liddell

fut. σω
to pander, δ. τὴν ἡγεμονίαν γάμοις to bargain away the empire by a marriage, Plut.

Translations

(make one a) prostitute

Danish: tvinge ind i prostitution; Finnish: saattaa häpeään, prostituoida; Galician: prostituír; German: prostituieren; Greek: βγάζω στην πιάτσα, βγάζω στο κλαρί, βγάζω στο κουρμπέτι, βγάζω στο πεζοδρόμιο, εκδίδω, εκπορνεύω; Ancient Greek: διαμαστροπεύω, καταπορνεύω, μαστροπεύω, μαυλίζω, πορνεύω, προαγωγεύω; Latin: prostituo; Latvian: prostituēt; Macedonian: проституира; Polish: prostytuować, sprostytuować; Portuguese: prostituir; Romanian: prostitua; Spanish: prostituir; Swahili: ukahaba